ἐναπορρίπτω: Difference between revisions
From LSJ
λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)
(6_2) |
(big3_14) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐναπορρίπτω''': [[ῥίπτω]] κατὰ [[μέρος]], [[ἀπορρίπτω]], ἐναπορρίψας τὰ σκύβαλα Διοσκ. περὶ Εὐπορίστ. 1. 71, Φώτ. | |lstext='''ἐναπορρίπτω''': [[ῥίπτω]] κατὰ [[μέρος]], [[ἀπορρίπτω]], ἐναπορρίψας τὰ σκύβαλα Διοσκ. περὶ Εὐπορίστ. 1. 71, Φώτ. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=[[tirar]], [[arrojar]] ἐν απορρίψας τὰ σκύβαλα Dsc.<i>Eup</i>.1.68.4 (cód., cj. ἀπορρίψας), en v. pas. ὡς ἄχρηστον ἐναπορρίπτεται ῥάκος Gr.Nyss.<i>Hom.in</i> 1<i>Cor</i>.6.18 (p.214), cf. Eus.<i>HE</i> 8.2.3, Philost.<i>HE</i> 7.15 (p.103.11). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:29, 21 August 2017
English (LSJ)
A throw aside, Dsc.Eup.1.68 (dub.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐναπορρίπτω: ῥίπτω κατὰ μέρος, ἀπορρίπτω, ἐναπορρίψας τὰ σκύβαλα Διοσκ. περὶ Εὐπορίστ. 1. 71, Φώτ.
Spanish (DGE)
tirar, arrojar ἐν απορρίψας τὰ σκύβαλα Dsc.Eup.1.68.4 (cód., cj. ἀπορρίψας), en v. pas. ὡς ἄχρηστον ἐναπορρίπτεται ῥάκος Gr.Nyss.Hom.in 1Cor.6.18 (p.214), cf. Eus.HE 8.2.3, Philost.HE 7.15 (p.103.11).