ἐχιόδηκτος: Difference between revisions

From LSJ

Σύμβουλος οὐδείς ἐστι βελτίων χρόνου → Consultor homini tempus utilissimus → Kein besserer Berater zeigt sich als die Zeit

Menander, Monostichoi, 479
(6_16)
(15)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐχιόδηκτος''': -ον, = ἐχιδνόδηκτος, Στράβ. 588, Διοσκ. Νόθ. 1. 103.
|lstext='''ἐχιόδηκτος''': -ον, = ἐχιδνόδηκτος, Στράβ. 588, Διοσκ. Νόθ. 1. 103.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐχιόδηκτος]] και [[ἐχιδνόδηκτος]], -ον (ΑΜ)<br />αυτός που έχει δαγκωθεί από [[έχιδνα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[έχις]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δηκτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δάκνω]] «[[δαγκώνω]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>κυνό</i>-<i>δηκτος</i>, <i>οφιό</i>-<i>δηκτος</i>].
}}
}}

Revision as of 07:15, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐχῐόδηκτος Medium diacritics: ἐχιόδηκτος Low diacritics: εχιόδηκτος Capitals: ΕΧΙΟΔΗΚΤΟΣ
Transliteration A: echiódēktos Transliteration B: echiodēktos Transliteration C: echiodiktos Beta Code: e)xio/dhktos

English (LSJ)

ον,

   A = ἐχιδνόδηκτος, Dsc.1.13,al., Gp.12.30.1; v.l. for ἐχεό-, Str.13.1.14.

German (Pape)

[Seite 1126] = ἐχιδνόδηκτος, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

ἐχιόδηκτος: -ον, = ἐχιδνόδηκτος, Στράβ. 588, Διοσκ. Νόθ. 1. 103.

Greek Monolingual

ἐχιόδηκτος και ἐχιδνόδηκτος, -ον (ΑΜ)
αυτός που έχει δαγκωθεί από έχιδνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έχις + -δηκτος (< δάκνω «δαγκώνω»), πρβλ. κυνό-δηκτος, οφιό-δηκτος].