καταγωγεύς: Difference between revisions
From LSJ
(6_8) |
(19) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καταγωγεύς''': έως, ὁ, κατάγων, καταβιβάζων, Μ. Φιλῆς τ. Α΄, σ. 349, ἔκδ. Mil. | |lstext='''καταγωγεύς''': έως, ὁ, κατάγων, καταβιβάζων, Μ. Φιλῆς τ. Α΄, σ. 349, ἔκδ. Mil. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[καταγωγεύς]], -έως, ὁ (AM)<br />αυτός που κατεβάζει [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που καταλύει σε κάποιο [[μέρος]] για [[ανάπαυση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[αγωγεύς]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἀγωγεύς]] <span style="color: red;"><</span> [[ἀγωγός]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>εξ</i>-[[αγωγεύς]], <i>προ</i>-[[αγωγεύς]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:21, 29 September 2017
English (LSJ)
έως, ὁ,
A cattle-drover, BGU92(ii A. D.).
Greek (Liddell-Scott)
καταγωγεύς: έως, ὁ, κατάγων, καταβιβάζων, Μ. Φιλῆς τ. Α΄, σ. 349, ἔκδ. Mil.
Greek Monolingual
καταγωγεύς, -έως, ὁ (AM)
αυτός που κατεβάζει κάτι
αρχ.
αυτός που καταλύει σε κάποιο μέρος για ανάπαυση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -αγωγεύς (< ἀγωγεύς < ἀγωγός), πρβλ. εξ-αγωγεύς, προ-αγωγεύς].