ἀνήθινος: Difference between revisions

From LSJ

Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt

Menander, Monostichoi, 541
(6_11)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνήθινος''': -η, -ον, ὁ ἐξ ἀνήθου κατεσκευασμένος ἢ παρεσκευασμένος, [[στέφανος]] (κατὰ τύπ. ἀνήτ-), [[ἀνήτινος]] ἢ ῥοδόεντα Θεόκρ. 7. 63: - μύρων Διοσκ. 1. 61, πρβλ. Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 1.2.
|lstext='''ἀνήθινος''': -η, -ον, ὁ ἐξ ἀνήθου κατεσκευασμένος ἢ παρεσκευασμένος, [[στέφανος]] (κατὰ τύπ. ἀνήτ-), [[ἀνήτινος]] ἢ ῥοδόεντα Θεόκρ. 7. 63: - μύρων Διοσκ. 1. 61, πρβλ. Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 1.2.
}}
{{bailly
|btext=η, ον :<br /><b>1</b> d’aneth;<br /><b>2</b> parfumé d’aneth.<br />'''Étymologie:''' [[ἄνηθον]].
}}
}}

Revision as of 19:42, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνήθινος Medium diacritics: ἀνήθινος Low diacritics: ανήθινος Capitals: ΑΝΗΘΙΝΟΣ
Transliteration A: anḗthinos Transliteration B: anēthinos Transliteration C: anithinos Beta Code: a)nh/qinos

English (LSJ)

η, ον,

   A made of dill, στέφανος (in form ἀνήτ-) Theoc. 7.63; οἶνος Dsc.5.65; μύρον Id.1.51, cf. Aret.CA1.2; cf. ἀνήτινος, ἀννήθιον.

German (Pape)

[Seite 228] von Dill, ἄνηθον, gemacht, στέφανος Theocr. 7, 63.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνήθινος: -η, -ον, ὁ ἐξ ἀνήθου κατεσκευασμένος ἢ παρεσκευασμένος, στέφανος (κατὰ τύπ. ἀνήτ-), ἀνήτινος ἢ ῥοδόεντα Θεόκρ. 7. 63: - μύρων Διοσκ. 1. 61, πρβλ. Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 1.2.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
1 d’aneth;
2 parfumé d’aneth.
Étymologie: ἄνηθον.