συνδιατελέω: Difference between revisions

From LSJ

μέχρι δὲ τούτου θεοῖσι εἰδέναι χάριν → but until that time he should feel gratitude to the gods

Source
(6_5)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συνδιατελέω''': Ἀττ. μέλλ. -τελῶ, διατελῶ, ἐξακολουθῶ [[μέχρι]] τέλους, Πλάτ. Φαίδων 91Β, Δημ. 1412, ἐν τέλει.
|lstext='''συνδιατελέω''': Ἀττ. μέλλ. -τελῶ, διατελῶ, ἐξακολουθῶ [[μέχρι]] τέλους, Πλάτ. Φαίδων 91Β, Δημ. 1412, ἐν τέλει.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />persévérer avec <i>ou</i> en même temps.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[διατελέω]].
}}
}}

Revision as of 20:10, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνδιατελέω Medium diacritics: συνδιατελέω Low diacritics: συνδιατελέω Capitals: ΣΥΝΔΙΑΤΕΛΕΩ
Transliteration A: syndiateléō Transliteration B: syndiateleō Transliteration C: syndiateleo Beta Code: sundiatele/w

English (LSJ)

   A continue with to the end, Pl.Phd.91b, D.61.38, Arist.Phgn.808b19, Iamb.Protr.20.

German (Pape)

[Seite 1008] (s. τελέω), mit od. zugleich vollenden, intrans. mit aushalten, bleiben; ἡ ἄγνοιά μοι αὕτη οὐ ξυνδιατελεῖ, ἀλλ' ὀλίγον ὕστερον ἀπολεῖται, Plat. Phaed. 91 b; Dem. 61, 38; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συνδιατελέω: Ἀττ. μέλλ. -τελῶ, διατελῶ, ἐξακολουθῶ μέχρι τέλους, Πλάτ. Φαίδων 91Β, Δημ. 1412, ἐν τέλει.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
persévérer avec ou en même temps.
Étymologie: σύν, διατελέω.