κόμμωσις: Difference between revisions

From LSJ

πρὸς ὀλίγον ἡσθεὶς ναυτιᾷ → having been delighted a very little while, he is nauseated

Source
(6_8)
(21)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κόμμωσις''': -εως, ἡ, [[καλλώπισμα]], [[διακόσμησις]], Ἀθήν. 568Α· ― μεταφ. ἐν τῷ πληθ. παγίδες, δελεάσματα, Ἡσύχ.
|lstext='''κόμμωσις''': -εως, ἡ, [[καλλώπισμα]], [[διακόσμησις]], Ἀθήν. 568Α· ― μεταφ. ἐν τῷ πληθ. παγίδες, δελεάσματα, Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=[[κόμμωσις]], ἡ (Α)<br />η [[επίχριση]] με [[κόμμι]], η [[επάλειψη]] με [[κόμμι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόμμι]] πιθ. με την [[επίδραση]] ενός αμάρτυρου [[κομμῶ]] «[[αλείφω]] με [[κόμμι]]»].
}}
}}

Revision as of 06:40, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κόμμωσις Medium diacritics: κόμμωσις Low diacritics: κόμμωσις Capitals: ΚΟΜΜΩΣΙΣ
Transliteration A: kómmōsis Transliteration B: kommōsis Transliteration C: kommosis Beta Code: ko/mmwsis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A embellishment, Ath.13.568a (pl.).    II (κόμμι) stop-wax, prob. in Arist.HA623b31, cf. Plin.HN11.16, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1479] ἡ, das Putzen, Schmücken, Schminken; τῶν ἑταιρῶν Ath. XIII, 568 a; auch a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κόμμωσις: -εως, ἡ, καλλώπισμα, διακόσμησις, Ἀθήν. 568Α· ― μεταφ. ἐν τῷ πληθ. παγίδες, δελεάσματα, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

κόμμωσις, ἡ (Α)
η επίχριση με κόμμι, η επάλειψη με κόμμι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόμμι πιθ. με την επίδραση ενός αμάρτυρου κομμῶ «αλείφω με κόμμι»].