πελίωμα: Difference between revisions

From LSJ

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
(6_21)
(31)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πελίωμα''': τό, = [[πελίδνωμα]], Ἱππ. 181. ἐν τέλ., 396. 31, Ἀριστ. Προβλ. 9. 14.
|lstext='''πελίωμα''': τό, = [[πελίδνωμα]], Ἱππ. 181. ἐν τέλ., 396. 31, Ἀριστ. Προβλ. 9. 14.
}}
{{grml
|mltxt=τὸ, Α [[πελιούμαι]]<br />[[πελίδνωμα]].
}}
}}

Revision as of 12:15, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πελίωμα Medium diacritics: πελίωμα Low diacritics: πελίωμα Capitals: ΠΕΛΙΩΜΑ
Transliteration A: pelíōma Transliteration B: peliōma Transliteration C: pelioma Beta Code: peli/wma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A = πελίδνωμα, Hp. Coac. 394, Acut.(Sp.)2, Arist. Pr.891a1, Thphr. HP9.20.3, Crito ap. Gal.12.448, BGU928.13, al. (iii A. D.).

German (Pape)

[Seite 551] τό, = πελίδνωμα, Hippocr. u. Arist. probl. 9, 14; nach Greg. Cor. ὴ μέλαινα τοῦ σώματος ἐπιφάνεια, ὴνίκα ἂν δι' ὑποδρομ ὴν αἵματος μελαίνηται; nach B. A. 293 τὰ ἴχνη τῶν πληγῶν.

Greek (Liddell-Scott)

πελίωμα: τό, = πελίδνωμα, Ἱππ. 181. ἐν τέλ., 396. 31, Ἀριστ. Προβλ. 9. 14.

Greek Monolingual

τὸ, Α πελιούμαι
πελίδνωμα.