χωλότης: Difference between revisions
From LSJ
ὀφθαλμοὶ γὰρ τῶν ὤτων ἀκριβέστεροι μάρτυρες → the eyes are more accurate witnesses than the ears, the eyes are more exact witnesses than the ears
(6_12) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χωλότης''': -ητος, ἡ, οὐσ. ἀφῃρημ. τοῦ [[χωλός]], τὸ [[πάθος]] τοῦ χωλοῦ, «κούτσα», σκέλους Πλούτ. 2. 963C· ἐν τῷ πληθ., [[αὐτόθι]] 35C· μεταφορ., ἐπὶ μέτρων, Ἀθήν. 632Ε. | |lstext='''χωλότης''': -ητος, ἡ, οὐσ. ἀφῃρημ. τοῦ [[χωλός]], τὸ [[πάθος]] τοῦ χωλοῦ, «κούτσα», σκέλους Πλούτ. 2. 963C· ἐν τῷ πληθ., [[αὐτόθι]] 35C· μεταφορ., ἐπὶ μέτρων, Ἀθήν. 632Ε. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=χωλότητος (ὁ) :<br />claudication.<br />'''Étymologie:''' [[χωλός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:03, 9 August 2017
English (LSJ)
ητος, ἡ,
A lameness, σκέλους Plu.2.963c, Jul.Or.6.201b: pl., Plu.2.35c: metaph., lameness or deformity, of metres, Ath.14.632e. -όω, maim, Did. ad D.11.22.
German (Pape)
[Seite 1386] ητος, ἡ, der Zustand des Gelähmten, die Lähmung, das Hinken, Plut. Poplic. 16; vom Versmaaß Ath. 632 e.
Greek (Liddell-Scott)
χωλότης: -ητος, ἡ, οὐσ. ἀφῃρημ. τοῦ χωλός, τὸ πάθος τοῦ χωλοῦ, «κούτσα», σκέλους Πλούτ. 2. 963C· ἐν τῷ πληθ., αὐτόθι 35C· μεταφορ., ἐπὶ μέτρων, Ἀθήν. 632Ε.
French (Bailly abrégé)
χωλότητος (ὁ) :
claudication.
Étymologie: χωλός.