παράστημα: Difference between revisions
Σιγή ποτ' ἐστὶν αἱρετωτέρα λόγου → Sometimes silence is preferable to words → Est ubi loquelā melius est silentium → Das Schweigen ist dem Reden manchmal vorzuziehn
(6_21) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παράστημα''': τό, (παρίσταμαι) [[ἄγαλμα]] ἱστάμενον πλησίον ἑτέρου, Συλλ. Ἐπιγρ. (Προσθῆκ.) 2053d. ΙΙ. = [[παράστασις]] ΙΙ. 2, b· π. τῆς ψυχῆς, [[ἑτοιμότης]] πνεύματος, θάρρος, Διόδ. 17. 11, Διον. Ἁλ. π. Δημ. 22· εὐγενῆ π. λαβεῖν Διοδ. Ἐκλογ. 568. 87, πρβλ. Λογγῖν. 9· θείῳ τινὶ π. κινηθεῖσα, ὑπὸ θείας τινὸς ἐμπνεύσεως, Διον. Ἁλ. 8. 39. 2) ἐν τῷ πληθ., ἀρχαὶ (φιλοσοφικαὶ) ἢ ἀξιώματα, «τοῖς εἰρημένοις παραστήμασιν ἓν ἔτι προσέστω, τὸ ὅρον ἢ ὑπογραφὴν ἀεὶ ποιεῖσθαι τοῦ ὑποπίπτοντος φανταστοῦ» Μ. Ἀντωνῖν. 3. 11. | |lstext='''παράστημα''': τό, (παρίσταμαι) [[ἄγαλμα]] ἱστάμενον πλησίον ἑτέρου, Συλλ. Ἐπιγρ. (Προσθῆκ.) 2053d. ΙΙ. = [[παράστασις]] ΙΙ. 2, b· π. τῆς ψυχῆς, [[ἑτοιμότης]] πνεύματος, θάρρος, Διόδ. 17. 11, Διον. Ἁλ. π. Δημ. 22· εὐγενῆ π. λαβεῖν Διοδ. Ἐκλογ. 568. 87, πρβλ. Λογγῖν. 9· θείῳ τινὶ π. κινηθεῖσα, ὑπὸ θείας τινὸς ἐμπνεύσεως, Διον. Ἁλ. 8. 39. 2) ἐν τῷ πληθ., ἀρχαὶ (φιλοσοφικαὶ) ἢ ἀξιώματα, «τοῖς εἰρημένοις παραστήμασιν ἓν ἔτι προσέστω, τὸ ὅρον ἢ ὑπογραφὴν ἀεὶ ποιεῖσθαι τοῦ ὑποπίπτοντος φανταστοῦ» Μ. Ἀντωνῖν. 3. 11. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br />ce qu’on met sous les yeux ; précepte, conseil.<br />'''Étymologie:''' [[παρίστημι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:06, 9 August 2017
English (LSJ)
ατος, τό, Dor. and Arc. παράστᾱμα IG42(1).109 ii 147, 155 (Epid., iii B. C.), 5(2).515 Ba (Megalopolis) ; later Gr. παράστεμα Ath.Mitt.9.222 (Mesambria) : (παρίσταμαι) :—
A statue placed beside another, IG42(1).ll.cc. (pl.), Ath.Mitt. l.c. 2 = παραστάς 2, τοῦ προναίου IG5(2).l.c. II = παράστασις 11.7, π. τῆς ψυχῆς desperate courage, exaltation, D.S.17.11, D.H.Dem.22, J.BJ2.18.4, S.E. M.5.66 ; εὐγενῆ παραστήματα λαβόντες D.S.26.14, cf. Longin.9.1, Ph.2.220 ; θείῳ τινὶ π. κινηθεῖσα divine inspiration, D.H.8.39. 2 in pl., principles, maxims, M.Ant.3.11. III of Time, present moment, Porph.Sent.44.
German (Pape)
[Seite 500] τό, Gefaßtheit, τῷ παραστήματι τῆς ψυχῆς πλεονεκτοῦντες ἐνεκαρτέρουν τοῖς δεινοῖς, D. Sic. 17, 11; D. Hal. de adm. vi Dem. 22 u. a. Sp. – Der Antrieb, θείῳ τινὶ παραστήματι κινηθεῖσα, D. Hal. 8, 39; – Ermahnung, Lehre, M. Ant. 3, 11.
Greek (Liddell-Scott)
παράστημα: τό, (παρίσταμαι) ἄγαλμα ἱστάμενον πλησίον ἑτέρου, Συλλ. Ἐπιγρ. (Προσθῆκ.) 2053d. ΙΙ. = παράστασις ΙΙ. 2, b· π. τῆς ψυχῆς, ἑτοιμότης πνεύματος, θάρρος, Διόδ. 17. 11, Διον. Ἁλ. π. Δημ. 22· εὐγενῆ π. λαβεῖν Διοδ. Ἐκλογ. 568. 87, πρβλ. Λογγῖν. 9· θείῳ τινὶ π. κινηθεῖσα, ὑπὸ θείας τινὸς ἐμπνεύσεως, Διον. Ἁλ. 8. 39. 2) ἐν τῷ πληθ., ἀρχαὶ (φιλοσοφικαὶ) ἢ ἀξιώματα, «τοῖς εἰρημένοις παραστήμασιν ἓν ἔτι προσέστω, τὸ ὅρον ἢ ὑπογραφὴν ἀεὶ ποιεῖσθαι τοῦ ὑποπίπτοντος φανταστοῦ» Μ. Ἀντωνῖν. 3. 11.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
ce qu’on met sous les yeux ; précepte, conseil.
Étymologie: παρίστημι.