ὀξύβαφον: Difference between revisions
μὴ πιστεύσητε τοῖς ἀμαθεστέροις ὑμῶν αὐτῶν → do not believe those who are more ignorant than you yourselves
(6_21) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀξύβᾰφον''': τό, ([[βάπτω]]) μικρὸν ὄξους δεκτικὸν [[σκεῦος]], ἀλλὰ καὶ [[ποτήριον]] καὶ [[εἶδος]] μικρᾶς κύλικος κεραμέας, Κρατῖνος ἐν «Πυτίνῃ» 8, Ἀριστοφ. Ὄρν. 361, πρβλ. Εὔβουλον ἐν «Μυλωθρίδι» 1. 2, κτλ. 2) μικρὸν [[εἶδος]] κυμβάλου, Chappell Anc. Music σ. 293. ΙΙ. ὡς [[μέτρον]], τὸ τέταρτον κοτύλης, [[περίπου]] τὸ ἓν ὄγδοον τῆς λίτρας, μέλιτος Ἄλεξ. ἐν «Παννυχίδι» 1. 11, πρβλ. Νικ. Θηρ. 598. | |lstext='''ὀξύβᾰφον''': τό, ([[βάπτω]]) μικρὸν ὄξους δεκτικὸν [[σκεῦος]], ἀλλὰ καὶ [[ποτήριον]] καὶ [[εἶδος]] μικρᾶς κύλικος κεραμέας, Κρατῖνος ἐν «Πυτίνῃ» 8, Ἀριστοφ. Ὄρν. 361, πρβλ. Εὔβουλον ἐν «Μυλωθρίδι» 1. 2, κτλ. 2) μικρὸν [[εἶδος]] κυμβάλου, Chappell Anc. Music σ. 293. ΙΙ. ὡς [[μέτρον]], τὸ τέταρτον κοτύλης, [[περίπου]] τὸ ἓν ὄγδοον τῆς λίτρας, μέλιτος Ἄλεξ. ἐν «Παννυχίδι» 1. 11, πρβλ. Νικ. Θηρ. 598. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br /><b>I.</b> sorte de saucière pour le vinaigre ; <i>p. ext.</i><br /><b>1</b> saucière <i>ou</i> bol <i>en gén.</i><br /><b>2</b> vase à boire en forme de saucière;<br /><b>II.</b> mesure d’un quart de cotyle <i>ou</i> de 24 drachmes.<br />'''Étymologie:''' [[ὀξύς]], [[βάπτω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:30, 9 August 2017
English (LSJ)
τό, (βάπτω)
A small vinegar-saucer : then, generally, shallow earthen vessel, saucer, Hp. Morb.2.47, Cratin.187, Ar.Av.361, Antiph. 163.5(v.l.), Eub.65, Inscr.Délos 407.18 (ii B.C.), etc. 2 pl., a kind of harmonica made of saucers of different materials struck with a wooden hammer, Phlp. in de An.353.13 (ὀψόβ-codd.), Suid.s.v.Διοκλῆς. II as a measure, the fourth part of a κοτύλη, about 1/8 of a pint, μέλιτος Alex.172.11, cf. Thphr.HP9.11.7, al., Nic.Th.598, Dsc.3.27. (The form ὀξόβαφον BGU781 iii 5 (i A.D.), PMed.Strassb.p.7 K., is condemned by Phryn. PSp.97 B.)
German (Pape)
[Seite 351] τό, Essignäpfchen zum Eintauchen, βάπτω, u. übh. ein flaches Tischgeschirr; Ar. Av. 361; εἶδος κύλικος μικρᾶς κεραμέας, Ath. XI, 494 c aus Antiphan; Lucill. 64 (XI, 105); vgl. Ath. II, 67 e u. Suid. – Als Maaß, der vierte Theil der κοτύλη od. 24 Drachmen. – Auch ein musikalisches Instrument, z. B. Anonym. Bellerm. de mus. 17.
Greek (Liddell-Scott)
ὀξύβᾰφον: τό, (βάπτω) μικρὸν ὄξους δεκτικὸν σκεῦος, ἀλλὰ καὶ ποτήριον καὶ εἶδος μικρᾶς κύλικος κεραμέας, Κρατῖνος ἐν «Πυτίνῃ» 8, Ἀριστοφ. Ὄρν. 361, πρβλ. Εὔβουλον ἐν «Μυλωθρίδι» 1. 2, κτλ. 2) μικρὸν εἶδος κυμβάλου, Chappell Anc. Music σ. 293. ΙΙ. ὡς μέτρον, τὸ τέταρτον κοτύλης, περίπου τὸ ἓν ὄγδοον τῆς λίτρας, μέλιτος Ἄλεξ. ἐν «Παννυχίδι» 1. 11, πρβλ. Νικ. Θηρ. 598.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
I. sorte de saucière pour le vinaigre ; p. ext.
1 saucière ou bol en gén.
2 vase à boire en forme de saucière;
II. mesure d’un quart de cotyle ou de 24 drachmes.
Étymologie: ὀξύς, βάπτω.