πολύθηρος: Difference between revisions
From LSJ
οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain
(6_17) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πολύθηρος''': -ον, ὁ ἔχων πολλὴν ἄγραν, πολὺ «[[κυνήγιον]]», δηλ. πολλὰ ἄγρια ζῷα, Εὐρ. Ἱππ. 145, Φοίν. 802. ΙΙ. ὁ συλλαμβάνων πολλοὺς ἰχθῦς, Ἡλιόδ. 5. 18. | |lstext='''πολύθηρος''': -ον, ὁ ἔχων πολλὴν ἄγραν, πολὺ «[[κυνήγιον]]», δηλ. πολλὰ ἄγρια ζῷα, Εὐρ. Ἱππ. 145, Φοίν. 802. ΙΙ. ὁ συλλαμβάνων πολλοὺς ἰχθῦς, Ἡλιόδ. 5. 18. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />abondant en bêtes fauves.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[θήρ]] et [[θήρα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:43, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A with much game, full of wild beasts, νάπος E.Ph. 801 (lyr., Sup.). II mighty huntress, epith. of Δίκτυννα, Id.Hipp. 145 (lyr.). III taking many fish, Hld.5.18.
German (Pape)
[Seite 663] viel Wild habend; Eur. Hipp. 145; πολυθηρότατον νάπος, Phoen. 808; – viel fangend, von Fischen, Heliod. 5, 18.
Greek (Liddell-Scott)
πολύθηρος: -ον, ὁ ἔχων πολλὴν ἄγραν, πολὺ «κυνήγιον», δηλ. πολλὰ ἄγρια ζῷα, Εὐρ. Ἱππ. 145, Φοίν. 802. ΙΙ. ὁ συλλαμβάνων πολλοὺς ἰχθῦς, Ἡλιόδ. 5. 18.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
abondant en bêtes fauves.
Étymologie: πολύς, θήρ et θήρα.