κοιτωνίτης: Difference between revisions
From LSJ
Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau
(6_19) |
(21) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κοιτωνίτης''': -ου, ὁ, [[θαλαμηπόλος]] Γαλην. 8. 837, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 30, 7, Συλλ. Ἐπιγρ. 6418. | |lstext='''κοιτωνίτης''': -ου, ὁ, [[θαλαμηπόλος]] Γαλην. 8. 837, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 30, 7, Συλλ. Ἐπιγρ. 6418. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (AM [[κοιτωνίτης]], Μ θηλ. κοιτωνίτισσα) [[κοιτών]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ένδυμα]] που φοριέται στον κοιτώνα ή, γενικά, [[μέσα]] στο [[σπίτι]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[θαλαμηπόλος]], [[καμαριέρης]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:24, 29 September 2017
English (LSJ)
[ῑ], ου, ὁ,
A chamberlain, Arr.Epict.1.30.7, Gal.14.624, POxy.471.84 (ii A.D.); κ. Καίσαρος IG14.1664.
German (Pape)
[Seite 1471] ὁ, Kammerdiener; Arr. Epict. 1, 30, 7; Galen.; früher κατακοιμιστής.
Greek (Liddell-Scott)
κοιτωνίτης: -ου, ὁ, θαλαμηπόλος Γαλην. 8. 837, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 30, 7, Συλλ. Ἐπιγρ. 6418.
Greek Monolingual
ο (AM κοιτωνίτης, Μ θηλ. κοιτωνίτισσα) κοιτών
νεοελλ.
ένδυμα που φοριέται στον κοιτώνα ή, γενικά, μέσα στο σπίτι
μσν.-αρχ.
θαλαμηπόλος, καμαριέρης.