κατωνακοφόρος: Difference between revisions
From LSJ
Θεοὶ μὲν γὰρ μελλόντων, ἄνθρωποι δὲ γιγνομένων, σοφοὶ δὲ προσιόντων αἰσθάνονται → Because gods perceive future things, men what is happening now, but wise men perceive approaching things
(6_19) |
(20) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κατωνᾰκοφόρος''': -ον, φορῶν τὴν κατωνάκην, [[ὄνομα]] τῶν δούλων ἐν Σικυῶνι, Θεόπομπ. Ἱστ. 195, Μοῖρις. | |lstext='''κατωνᾰκοφόρος''': -ον, φορῶν τὴν κατωνάκην, [[ὄνομα]] τῶν δούλων ἐν Σικυῶνι, Θεόπομπ. Ἱστ. 195, Μοῖρις. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον (Α)<br />(ονομ. δούλων στη [[Σικυώνα]]) αυτός που [[φορά]] [[κατωνάκη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κατωνάκη]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>δορυ</i>-[[φόρος]], <i>πυρ</i>-[[φόρος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:23, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A wearing the κατωνάκη, name of slaves at Sicyon, Theopomp.Hist.172.
German (Pape)
[Seite 1407] der eine κατωνάκη trägt; so hießen nach Theopomp. bei Ath. VI, 271 d die Sklaven der Sicyonier, die er mit den ἐπευνάκτοις der Spartaner vergleicht.
Greek (Liddell-Scott)
κατωνᾰκοφόρος: -ον, φορῶν τὴν κατωνάκην, ὄνομα τῶν δούλων ἐν Σικυῶνι, Θεόπομπ. Ἱστ. 195, Μοῖρις.
Greek Monolingual
-ον (Α)
(ονομ. δούλων στη Σικυώνα) αυτός που φορά κατωνάκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατωνάκη + -φόρος (< φέρω), πρβλ. δορυ-φόρος, πυρ-φόρος.