ψακαστός: Difference between revisions
From LSJ
(6_11) |
(47c) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ψᾰκαστός''': -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθετ., σταλακτός, [[μύρον]] Ἔφιππος παρ’ Ἀθην. 48C (Meineke Προσθῆκαι εἰς 3. 340). | |lstext='''ψᾰκαστός''': -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθετ., σταλακτός, [[μύρον]] Ἔφιππος παρ’ Ἀθην. 48C (Meineke Προσθῆκαι εἰς 3. 340). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -όν, Α [[ψακάζω]]<br />[[σταλαχτός]] («ψακαστὸν [[μύρον]]», Εφιππ.). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:29, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A dripping, μύρον Ephipp.26.
German (Pape)
[Seite 1390] adj. verb. von ψακάζω, getröpfelt, geträufelt, = στακτός, Ephipp. bei Ath. II, 48 c.
Greek (Liddell-Scott)
ψᾰκαστός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθετ., σταλακτός, μύρον Ἔφιππος παρ’ Ἀθην. 48C (Meineke Προσθῆκαι εἰς 3. 340).