παράσειον: Difference between revisions

From LSJ

ἔσῃ γὰρ ὡς πετεινοῦ ἀνιπταμένου νεοσσὸς ἀφῃρημένος → for you will be as a nestling taken away from a bird that is flying

Source
(6_22)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παράσειον''': τό, τὸ ἀνώτατον [[ἱστίον]], Λατ. supparum, Λουκ. Πλοῖον ἢ Εὐχ. 5, Καλλίξεν. παρ’ Ἀθην. 206C ([[ἔνθα]] κακῶς παράσειρον)· πρβλ. [[ἐπισείων]].
|lstext='''παράσειον''': τό, τὸ ἀνώτατον [[ἱστίον]], Λατ. supparum, Λουκ. Πλοῖον ἢ Εὐχ. 5, Καλλίξεν. παρ’ Ἀθην. 206C ([[ἔνθα]] κακῶς παράσειρον)· πρβλ. [[ἐπισείων]].
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />hunier.<br />'''Étymologie:''' [[παρασείω]].
}}
}}

Revision as of 19:54, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παράσειον Medium diacritics: παράσειον Low diacritics: παράσειον Capitals: ΠΑΡΑΣΕΙΟΝ
Transliteration A: paráseion Transliteration B: paraseion Transliteration C: paraseion Beta Code: para/seion

English (LSJ)

τό,

   A topsail, Callix.1, Luc.Nav.5.

German (Pape)

[Seite 497] τό, das oberste Segel, supparum, Luc. Navig. 5. Vgl. ἐπίσειον u. das Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

παράσειον: τό, τὸ ἀνώτατον ἱστίον, Λατ. supparum, Λουκ. Πλοῖον ἢ Εὐχ. 5, Καλλίξεν. παρ’ Ἀθην. 206C (ἔνθα κακῶς παράσειρον)· πρβλ. ἐπισείων.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
hunier.
Étymologie: παρασείω.