ἡμίκερκος: Difference between revisions

From LSJ

αὔριον ὔμμε‎ πάσας ἐγὼ λουσῶ Συβαρίτιδος ἔνδοθι λίμνας‎ → tomorrow I'll wash you one and all in Sybaris lake

Source
(6_17)
(16)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἡμίκερκος''': -ον, ἔχων ἡμίσειαν οὐράν, [[κολοβός]], ὡς τὸ [[κόλουρος]], Νικήτ. Χρ. 2, 10.
|lstext='''ἡμίκερκος''': -ον, ἔχων ἡμίσειαν οὐράν, [[κολοβός]], ὡς τὸ [[κόλουρος]], Νικήτ. Χρ. 2, 10.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἡμίκερκος]], ον (AM)<br />αυτός που έχει μισή [[ουρά]], ο [[κολοβός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κέρκος]], <i>η</i>, «[[ουρά]] ζώου»].
}}
}}

Latest revision as of 07:16, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1168] halb-, stutzschwänzig, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμίκερκος: -ον, ἔχων ἡμίσειαν οὐράν, κολοβός, ὡς τὸ κόλουρος, Νικήτ. Χρ. 2, 10.

Greek Monolingual

ἡμίκερκος, ον (AM)
αυτός που έχει μισή ουρά, ο κολοβός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + κέρκος, η, «ουρά ζώου»].