σεισόλοφος: Difference between revisions
From LSJ
ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his
(6_18) |
(37) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σεισόλοφος''': -ον, ὁ σείων τόν λόφον, Ἡσύχ. ἐν λ. [[τινακτοπήληξ]]. | |lstext='''σεισόλοφος''': -ον, ὁ σείων τόν λόφον, Ἡσύχ. ἐν λ. [[τινακτοπήληξ]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που σείει το [[λοφίο]] του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>σεισ</i>- του [[σείω]] <span style="color: red;">+</span> -<i>λοφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[λόφος]]), <b>πρβλ.</b> <i>γεώ</i>-<i>λοφος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:27, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A shaking the crest, Hsch. s.v. τινακτοπήληξ.
German (Pape)
[Seite 869] Erkl. von τινακτοπήληξ, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
σεισόλοφος: -ον, ὁ σείων τόν λόφον, Ἡσύχ. ἐν λ. τινακτοπήληξ.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που σείει το λοφίο του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σεισ- του σείω + -λοφος (< λόφος), πρβλ. γεώ-λοφος].