δακτυλόδικτος: Difference between revisions

From LSJ

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
(6_15)
(big3_10)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''δακτῡλόδικτος''': -ον, ([[δικεῖν]]) ὁ ἐκ τῶν δακτύλων ῥιπτόμενος, δ. [[μέλος]], ἐπὶ τοῦ σιγηλοῦ ἤχου, ὃν παράγει ἡ στρεφομένη [[βέμβιξ]], Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 55· πρβλ. Ἡσύχ.
|lstext='''δακτῡλόδικτος''': -ον, ([[δικεῖν]]) ὁ ἐκ τῶν δακτύλων ῥιπτόμενος, δ. [[μέλος]], ἐπὶ τοῦ σιγηλοῦ ἤχου, ὃν παράγει ἡ στρεφομένη [[βέμβιξ]], Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 55· πρβλ. Ἡσύχ.
}}
{{DGE
|dgtxt=(δακτῠλόδικτος) -ον<br />[[dirigido]], [[guiado con los dedos]] ἐν χερσὶν βόμβυκας ἔχων, τόρνου κάματον, δακτυλόδικτον πίμπλησι μέλος A.<i>Fr</i>.57.4.
}}
}}

Revision as of 12:22, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δακτῠλόδικτος Medium diacritics: δακτυλόδικτος Low diacritics: δακτυλόδικτος Capitals: ΔΑΚΤΥΛΟΔΙΚΤΟΣ
Transliteration A: daktylódiktos Transliteration B: daktylodiktos Transliteration C: daktylodiktos Beta Code: daktulo/diktos

English (LSJ)

ον, (δικεῖν)

   A thrown from the fingers, δ. μέλος, of the humming of a top, A.Fr.57 codd. Str. (-δεικτον edd.).

Greek (Liddell-Scott)

δακτῡλόδικτος: -ον, (δικεῖν) ὁ ἐκ τῶν δακτύλων ῥιπτόμενος, δ. μέλος, ἐπὶ τοῦ σιγηλοῦ ἤχου, ὃν παράγει ἡ στρεφομένη βέμβιξ, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 55· πρβλ. Ἡσύχ.

Spanish (DGE)

(δακτῠλόδικτος) -ον
dirigido, guiado con los dedos ἐν χερσὶν βόμβυκας ἔχων, τόρνου κάματον, δακτυλόδικτον πίμπλησι μέλος A.Fr.57.4.