ἀνακλαίω: Difference between revisions

From LSJ

ᾄδεις ὥσπερ εἰς Δῆλον πλέων → you sing as if you were sailing to Delos

Source
(6_5)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνακλαίω''': Ἀττ.-[[κλάω]], μεγαλοφώνως ἀναβοῶ [[μετὰ]] κλαυθμοῦ καὶ δακρύων, ἀνακλαύσας μέγα Ἡρόδ. 3. 14, πρβλ. 66. 2) μετ’ αἰτιατ. [[κλαίω]] διά τι, μέζω κακὰ ἢ [[ὥστε]] ἀνακλαίειν Ἡρόδ. 3. 14· οὕτω καὶ ἐν μέσῃ φωνῇ, ὑμῖν τάδ’ ἀνακλάομαι Σοφ. Φ. 939· τὰς παρούσας ἀτυχίας ἀνακλ. πρὸς ὑμᾶς Ἀντιφῶν 119. 24.
|lstext='''ἀνακλαίω''': Ἀττ.-[[κλάω]], μεγαλοφώνως ἀναβοῶ [[μετὰ]] κλαυθμοῦ καὶ δακρύων, ἀνακλαύσας μέγα Ἡρόδ. 3. 14, πρβλ. 66. 2) μετ’ αἰτιατ. [[κλαίω]] διά τι, μέζω κακὰ ἢ [[ὥστε]] ἀνακλαίειν Ἡρόδ. 3. 14· οὕτω καὶ ἐν μέσῃ φωνῇ, ὑμῖν τάδ’ ἀνακλάομαι Σοφ. Φ. 939· τὰς παρούσας ἀτυχίας ἀνακλ. πρὸς ὑμᾶς Ἀντιφῶν 119. 24.
}}
{{bailly
|btext=<i>ao.</i> ἀνέκλαυσα;<br />éclater en sanglots;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἀνακλαίομαι exhaler sa douleur.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[κλαίω]].
}}
}}

Revision as of 19:36, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνακλαίω Medium diacritics: ἀνακλαίω Low diacritics: ανακλαίω Capitals: ΑΝΑΚΛΑΙΩ
Transliteration A: anaklaíō Transliteration B: anaklaiō Transliteration C: anaklaio Beta Code: a)naklai/w

English (LSJ)

Att. ἀνακλάω, fut.

   A -κλαύσομαι Telecl.1 D.:—weep aloud, burst into tears, ἀνακλαύσας μέγα Hdt.3.14, cf. 66, D.C.Fr.18.10.    2 c. acc., weep for, κακὰ μέζω ἢ ὥστε ἀνακλαίειν Hdt.3.14: so in Med., ὑμῖν τάδ' . . ἀνακλαίομαι S.Ph.939; τὰς παρούσας ἀτυχίας ἀνακλαύσασθαι πρὸς ὑμᾶς Antipho 2.4.1.

German (Pape)

[Seite 192] (s. κλαίω), in Weinen ausbrechen, aor. ἀνακλαύσας, Her. 3, 14, 66; beweinen, 3, 14; θανόντα Theocr. 1, 72. Im med. klagen, ὑμῖν τάδε ἀνακλάομαι Soph. Phil. 927; πρός τινά τι ἀνακλαύσασθαι, Antiph. II, δ, 1; so oft im med., Dion. H.; Plut. Cat. min. 23.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνακλαίω: Ἀττ.-κλάω, μεγαλοφώνως ἀναβοῶ μετὰ κλαυθμοῦ καὶ δακρύων, ἀνακλαύσας μέγα Ἡρόδ. 3. 14, πρβλ. 66. 2) μετ’ αἰτιατ. κλαίω διά τι, μέζω κακὰ ἢ ὥστε ἀνακλαίειν Ἡρόδ. 3. 14· οὕτω καὶ ἐν μέσῃ φωνῇ, ὑμῖν τάδ’ ἀνακλάομαι Σοφ. Φ. 939· τὰς παρούσας ἀτυχίας ἀνακλ. πρὸς ὑμᾶς Ἀντιφῶν 119. 24.

French (Bailly abrégé)

ao. ἀνέκλαυσα;
éclater en sanglots;
Moy. ἀνακλαίομαι exhaler sa douleur.
Étymologie: ἀνά, κλαίω.