πρόσκοπος: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς τῶν ἐχόντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Opulento amicos, quos volunt, omnes habent → Wie sehr sind doch den Reichen alle Menschen Freund

Menander, Monostichoi, 558
(6_18)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πρόσκοπος''': -ον, ὁ προσκοπῶν, ὁ προβλέπων, [[προνοητής]], Πινδ. Ἀποσπ. 255˙ (περὶ τοῦ Αἰσχύλ. Εὐμ. 105, [[μοῖρα]] [[πρόσκοπος]] τοῦ κώδικος, ἴδε [[ἀπρόσκοπος]]). ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ὁ προπορευόμενος πρὸς κατόπτευσιν, Ξεν. Λακ. 12. 6˙ καὶ ἐν τῷ πληθ., [[σῶμα]] προπορευόμενον πρὸς κατόπτευσιν, ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 5. 2, 6, Δίων Κ. 40. 10, κτλ. ― [[Κατὰ]] Σουΐδ.: «προσκόπων˙ προφυλάκων».
|lstext='''πρόσκοπος''': -ον, ὁ προσκοπῶν, ὁ προβλέπων, [[προνοητής]], Πινδ. Ἀποσπ. 255˙ (περὶ τοῦ Αἰσχύλ. Εὐμ. 105, [[μοῖρα]] [[πρόσκοπος]] τοῦ κώδικος, ἴδε [[ἀπρόσκοπος]]). ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ὁ προπορευόμενος πρὸς κατόπτευσιν, Ξεν. Λακ. 12. 6˙ καὶ ἐν τῷ πληθ., [[σῶμα]] προπορευόμενον πρὸς κατόπτευσιν, ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 5. 2, 6, Δίων Κ. 40. 10, κτλ. ― [[Κατὰ]] Σουΐδ.: «προσκόπων˙ προφυλάκων».
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui observe en avant ; ὁ [[πρόσκοπος]], avant-poste, vedette ; [[οἱ]] πρόσκοποι les éclaireurs.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[σκοπός]].
}}
}}

Revision as of 20:08, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόσκοπος Medium diacritics: πρόσκοπος Low diacritics: πρόσκοπος Capitals: ΠΡΟΣΚΟΠΟΣ
Transliteration A: próskopos Transliteration B: proskopos Transliteration C: proskopos Beta Code: pro/skopos

English (LSJ)

ον,

   A foreseeing, sagacious, σύνεσις Pi.Fr.231 (for A.Eu. 105, v. ἀπρόσκοπος).    II as Subst., outpost, vedette, X.Lac.12.6: pl., reconnoitring party, Id.Cyr.5.2.6, D.C.40.10, etc.

German (Pape)

[Seite 770] vorschauend, vorsichtig; ἐν ἡμέρᾳ δὲ μοῖρα πρόσκοπος βροτῶν, Aesch. Eum. 105; σύνεσις, Schol. Pind. N. 7, 87. Als subst. der Kundschafter, Xen. Cyr. 5, 2, 6, auch der Vorposten vor dem Lager, Lac. 12, 6.

Greek (Liddell-Scott)

πρόσκοπος: -ον, ὁ προσκοπῶν, ὁ προβλέπων, προνοητής, Πινδ. Ἀποσπ. 255˙ (περὶ τοῦ Αἰσχύλ. Εὐμ. 105, μοῖρα πρόσκοπος τοῦ κώδικος, ἴδε ἀπρόσκοπος). ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ὁ προπορευόμενος πρὸς κατόπτευσιν, Ξεν. Λακ. 12. 6˙ καὶ ἐν τῷ πληθ., σῶμα προπορευόμενον πρὸς κατόπτευσιν, ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 5. 2, 6, Δίων Κ. 40. 10, κτλ. ― Κατὰ Σουΐδ.: «προσκόπων˙ προφυλάκων».

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui observe en avant ; ὁ πρόσκοπος, avant-poste, vedette ; οἱ πρόσκοποι les éclaireurs.
Étymologie: πρό, σκοπός.