ὑπόπλεος: Difference between revisions
From LSJ
Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
(6_16) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑπόπλεος''': -ον, Ἀττ. -πλεως, ων, [[ἀρκούντως]] [[πλήρης]], [[μετὰ]] γεν., ἔτι... δείματός εἰμι ὑπ., ἔτι εἶμαι ὀλίγον πεφοβημένος, Ἡρόδ. 7. 47· δακρύων τοὺς ὀφθαλμοὺς ὑπ. Λουκ. Ἐνύπν. 4. 2) κρυφίως πεπληρωμένος, ἀργυρίων Τιμοκρέων 1. 10. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὑπόπλεως· [[μεστός]], ἔμπλεως», πρβλ. Σουΐδ. καὶ Φώτ. | |lstext='''ὑπόπλεος''': -ον, Ἀττ. -πλεως, ων, [[ἀρκούντως]] [[πλήρης]], [[μετὰ]] γεν., ἔτι... δείματός εἰμι ὑπ., ἔτι εἶμαι ὀλίγον πεφοβημένος, Ἡρόδ. 7. 47· δακρύων τοὺς ὀφθαλμοὺς ὑπ. Λουκ. Ἐνύπν. 4. 2) κρυφίως πεπληρωμένος, ἀργυρίων Τιμοκρέων 1. 10. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὑπόπλεως· [[μεστός]], ἔμπλεως», πρβλ. Σουΐδ. καὶ Φώτ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />presque plein.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[πλέος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:36, 9 August 2017
English (LSJ)
ον, Att. ὑποπλέως, ων,
A full, c. gen., ἔτι . . δείματός εἰμι ὑ. am still afraid, Hdt.7.47; δακρύων τοὺς ὀφθαλμοὺς ὑ. Luc.Somn. 4. 2 filled underhand, ἀργυρίων Timocr.1.10.
German (Pape)
[Seite 1229] ziemlich voll, δείματος Her. 7, 47.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπόπλεος: -ον, Ἀττ. -πλεως, ων, ἀρκούντως πλήρης, μετὰ γεν., ἔτι... δείματός εἰμι ὑπ., ἔτι εἶμαι ὀλίγον πεφοβημένος, Ἡρόδ. 7. 47· δακρύων τοὺς ὀφθαλμοὺς ὑπ. Λουκ. Ἐνύπν. 4. 2) κρυφίως πεπληρωμένος, ἀργυρίων Τιμοκρέων 1. 10. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὑπόπλεως· μεστός, ἔμπλεως», πρβλ. Σουΐδ. καὶ Φώτ.