μηχάνωμα: Difference between revisions

From LSJ

φλαύραν δ' οὐ σπάνις γυναῖκ' ἔχειν → it is not difficult to have a bad wife

Source
(6_21)
(25)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μηχάνωμα''': τό, = [[μηχάνημα]], Θεόφρ. π. Πυρὸς 59.
|lstext='''μηχάνωμα''': τό, = [[μηχάνημα]], Θεόφρ. π. Πυρὸς 59.
}}
{{grml
|mltxt=[[μηχάνωμα]] και δωρ. τ. μαχάνωμα, τὸ (Α)<br /><b>1.</b> [[μηχάνημα]]<br /><b>2.</b> [[γερανός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μηχανή]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ωμα</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>κεφάλ</i>-<i>ωμα</i>), μέσω ενός αμάρτυρου ρ. <i>μηχανόω</i>].
}}
}}

Revision as of 07:38, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μηχάνωμα Medium diacritics: μηχάνωμα Low diacritics: μηχάνωμα Capitals: ΜΗΧΑΝΩΜΑ
Transliteration A: mēchánōma Transliteration B: mēchanōma Transliteration C: michanoma Beta Code: mhxa/nwma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A = μηχάνημα, Thphr.Ign.59, Sm.Le.8.7:—Dor. μᾱχάνωμα, crane, SIG241 A12 (pl.), al.

German (Pape)

[Seite 181] τό, = μηχάνημα, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

μηχάνωμα: τό, = μηχάνημα, Θεόφρ. π. Πυρὸς 59.

Greek Monolingual

μηχάνωμα και δωρ. τ. μαχάνωμα, τὸ (Α)
1. μηχάνημα
2. γερανός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηχανή + κατάλ. -ωμα (πρβλ. κεφάλ-ωμα), μέσω ενός αμάρτυρου ρ. μηχανόω].