πάροιστρος: Difference between revisions

From LSJ

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
(6_16)
(31)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πάροιστρος''': -ον, [[παράφρων]], [[μανιώδης]], Ὠριγέν. κατὰ Κέλσ. 97, 448, κτλ.
|lstext='''πάροιστρος''': -ον, [[παράφρων]], [[μανιώδης]], Ὠριγέν. κατὰ Κέλσ. 97, 448, κτλ.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />ο [[ελαφρά]] [[παράφορος]], [[σφοδρός]] (α. «[[πάροιστρος]] [[ἐπιθυμία]]», Σιμπλίκ.<br />β. «[[πάροιστρος]] [[φαντασία]]», Σιμπλίκ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητ. σχηματ. από το ρ. <i>παροιστρῶ</i>].
}}
}}

Revision as of 12:15, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάροιστρος Medium diacritics: πάροιστρος Low diacritics: πάροιστρος Capitals: ΠΑΡΟΙΣΤΡΟΣ
Transliteration A: pároistros Transliteration B: paroistros Transliteration C: paroistros Beta Code: pa/roistros

English (LSJ)

ον,

   A frenzied, frantic, ἐπιθυμία, φαντασίαι, Simp.in Epict.pp.78,20D.

German (Pape)

[Seite 525] etwas heftig, fast leidenschaftlich, halb wüthend, Simplic. ad Epict.

Greek (Liddell-Scott)

πάροιστρος: -ον, παράφρων, μανιώδης, Ὠριγέν. κατὰ Κέλσ. 97, 448, κτλ.

Greek Monolingual

-ον, Α
ο ελαφρά παράφορος, σφοδρός (α. «πάροιστρος ἐπιθυμία», Σιμπλίκ.
β. «πάροιστρος φαντασία», Σιμπλίκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματ. από το ρ. παροιστρῶ].