κοσκινόμαντις: Difference between revisions
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
(6_8) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κοσκῐνόμαντις''': -εως, ([[ὡσαύτως]] -ιδος, Α. Β. 1193), ὁ, καὶ ἡ, ὁ διὰ κοσκίνου μαντευόμενος, Φιλιππίδ. ἐν Ἀδήλ. 15, Θεόκρ. 3. 31, πρβλ. Λουκ. Ἀλέξ. 9, κτλ. | |lstext='''κοσκῐνόμαντις''': -εως, ([[ὡσαύτως]] -ιδος, Α. Β. 1193), ὁ, καὶ ἡ, ὁ διὰ κοσκίνου μαντευόμενος, Φιλιππίδ. ἐν Ἀδήλ. 15, Θεόκρ. 3. 31, πρβλ. Λουκ. Ἀλέξ. 9, κτλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ιδος (ὁ, ἡ)<br />devin <i>ou</i> sorcière qui prédit l’avenir au moyen d’un crible.<br />'''Étymologie:''' [[κόσκινον]], [[μάντις]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:01, 9 August 2017
English (LSJ)
εως (also ιδος, Choerob. in Theod.1.200, al.), ὁ and ἡ,
A diviner by a sieve, Philippid. 37, Theoc.3.31, Artem.2.69.
Greek (Liddell-Scott)
κοσκῐνόμαντις: -εως, (ὡσαύτως -ιδος, Α. Β. 1193), ὁ, καὶ ἡ, ὁ διὰ κοσκίνου μαντευόμενος, Φιλιππίδ. ἐν Ἀδήλ. 15, Θεόκρ. 3. 31, πρβλ. Λουκ. Ἀλέξ. 9, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ιδος (ὁ, ἡ)
devin ou sorcière qui prédit l’avenir au moyen d’un crible.
Étymologie: κόσκινον, μάντις.