ἡμιτέλεστος: Difference between revisions
From LSJ
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)
(6_15) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἡμιτέλεστος''': -ον, ([[τελέω]]), κατὰ τὸ ἥμισυ τελειωμένος, τὰ ἡμιτέλεστα τῶν τειχῶν Θουκ. 3. 3, Διον. Ἁλ. 1. 59, κτλ.· [[βρέφος]] Νόνν. Δ. 1. 5. | |lstext='''ἡμιτέλεστος''': -ον, ([[τελέω]]), κατὰ τὸ ἥμισυ τελειωμένος, τὰ ἡμιτέλεστα τῶν τειχῶν Θουκ. 3. 3, Διον. Ἁλ. 1. 59, κτλ.· [[βρέφος]] Νόνν. Δ. 1. 5. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />à moitié fini.<br />'''Étymologie:''' ἡμι-, [[τελέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:58, 9 August 2017
English (LSJ)
ον, (τελέω)
A half-finished, Th.3.3, dub. in D.H.1.59, etc.; of a lady's hair, half-done, Aeschin.Socr.18; of a child, Nonn.D.1.5.
German (Pape)
[Seite 1170] halb vollendet, Thuc. 3, 3 u. Sp., wie D. Hal. 1, 59; D. C. 37, 44.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμιτέλεστος: -ον, (τελέω), κατὰ τὸ ἥμισυ τελειωμένος, τὰ ἡμιτέλεστα τῶν τειχῶν Θουκ. 3. 3, Διον. Ἁλ. 1. 59, κτλ.· βρέφος Νόνν. Δ. 1. 5.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à moitié fini.
Étymologie: ἡμι-, τελέω.