λεπρώδης: Difference between revisions
From LSJ
Ζήτει σεαυτῷ σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaerere tuarum rerum auxilium memineris → für deine Pflichten suche einen Partner dir
(6_7) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λεπρώδης''': -ες, [[τραχύς]], [[ἀνώμαλος]] τὴν ἐπιφάνειαν, Αἰλ. π. Ζ. 2, 41. ΙΙ. [[ὅμοιος]] τῇ λέπρᾳ, ἐπὶ νόσου, Διοσκ. περὶ Εὐπορ. 1. 50, 126· ἐπὶ ἀνθρώπου, πάσχων ἐκ λέπρας, [[λεπρός]], Γαλην. 12. 315. | |lstext='''λεπρώδης''': -ες, [[τραχύς]], [[ἀνώμαλος]] τὴν ἐπιφάνειαν, Αἰλ. π. Ζ. 2, 41. ΙΙ. [[ὅμοιος]] τῇ λέπρᾳ, ἐπὶ νόσου, Διοσκ. περὶ Εὐπορ. 1. 50, 126· ἐπὶ ἀνθρώπου, πάσχων ἐκ λέπρας, [[λεπρός]], Γαλην. 12. 315. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης, ες :<br />rugueux.<br />'''Étymologie:''' [[λέπρα]], -ωδης. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:02, 9 August 2017
English (LSJ)
ες,
A rough, of the τρίγλη, named from its habitat (rough rocks), Ael.NA2.41; φλοιός Dsc.1.68. II of leprous character, of a disease, Id.Eup.1.47, 120, Ruf. ap. Orib.8.24.35; of a man, suffering from a leprous disease, Gal.12.315.
German (Pape)
[Seite 30] ες, einem Aussätzigen ähnlich, schäbig aussehend, Sp.; vgl. Ael. H. A. 2, 41.
Greek (Liddell-Scott)
λεπρώδης: -ες, τραχύς, ἀνώμαλος τὴν ἐπιφάνειαν, Αἰλ. π. Ζ. 2, 41. ΙΙ. ὅμοιος τῇ λέπρᾳ, ἐπὶ νόσου, Διοσκ. περὶ Εὐπορ. 1. 50, 126· ἐπὶ ἀνθρώπου, πάσχων ἐκ λέπρας, λεπρός, Γαλην. 12. 315.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
rugueux.
Étymologie: λέπρα, -ωδης.