ἀνθρακεύς: Difference between revisions
From LSJ
(6_8) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνθρᾰκεύς''': έως, ὁ, ὁ παρασκευάζων ἄνθρακας, [[ἀνθρακοκαύστης]], Θεμίστ. 245Α, Ἀππ. Ἐμφ. 4. 40, Αἰσώπ. μῦθ. 59: - [[ὡσαύτως]] -κευτής, οῦ, ὁ, Ἀνδοκ. Ἀποσπ. 4, σ. 109, ἔκδ. Βλασσίου, Αἰλ. π. Ζ. 1. 8. | |lstext='''ἀνθρᾰκεύς''': έως, ὁ, ὁ παρασκευάζων ἄνθρακας, [[ἀνθρακοκαύστης]], Θεμίστ. 245Α, Ἀππ. Ἐμφ. 4. 40, Αἰσώπ. μῦθ. 59: - [[ὡσαύτως]] -κευτής, οῦ, ὁ, Ἀνδοκ. Ἀποσπ. 4, σ. 109, ἔκδ. Βλασσίου, Αἰλ. π. Ζ. 1. 8. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=έως (ὁ) :<br />charbonnier.<br />'''Étymologie:''' [[ἄνθραξ]];<br />le nom de l’auteur de ce dictionnaire désigne la même profession, cf. [[Ἀνδρέας]], [[Κάρβων]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:43, 9 August 2017
English (LSJ)
έως, ὁ,
A charcoal-maker, Aesop.59, Cic.Att. 15.5.1 (cj.), Them.Or.21.245a, App.BC4.40:—also ἀνθρᾰκ-ευτής, οῦ, ὁ, And.Fr.4, Ael.NA1.8.
German (Pape)
[Seite 233] ὁ, Kohlenbrenner, Aesop. 12 u. sonst.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθρᾰκεύς: έως, ὁ, ὁ παρασκευάζων ἄνθρακας, ἀνθρακοκαύστης, Θεμίστ. 245Α, Ἀππ. Ἐμφ. 4. 40, Αἰσώπ. μῦθ. 59: - ὡσαύτως -κευτής, οῦ, ὁ, Ἀνδοκ. Ἀποσπ. 4, σ. 109, ἔκδ. Βλασσίου, Αἰλ. π. Ζ. 1. 8.
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
charbonnier.
Étymologie: ἄνθραξ;
le nom de l’auteur de ce dictionnaire désigne la même profession, cf. Ἀνδρέας, Κάρβων.