ἐτυμηγόρος: Difference between revisions
From LSJ
οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us (Apollonius of Rhodes, Argonautica 3.1129f.)
(6_15) |
(14) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐτῠμηγόρος''': -ον, ([[ἀγορεύω]]) ὁ λέγων τὴν ἀλήθειαν, Ὀρφ. Ἀργ. 4. 1183. | |lstext='''ἐτῠμηγόρος''': -ον, ([[ἀγορεύω]]) ὁ λέγων τὴν ἀλήθειαν, Ὀρφ. Ἀργ. 4. 1183. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐτυμηγόρος]], -ον (Α)<br />αυτὸς που λέει την [[αλήθεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[έτυμος]] «[[αληθινός]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>αγόρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[αγορεύω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>δημ</i>-<i>ηγόρος</i><br />το <i>η</i> λόγω της συνθέσεως]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:32, 29 September 2017
English (LSJ)
ον, (ἀγορεύω)
A speaking truth, Orph.A.4,1178.
German (Pape)
[Seite 1053] wahr redend, αὐδή, ὀμφή, Orph. Arg. 1176.
Greek (Liddell-Scott)
ἐτῠμηγόρος: -ον, (ἀγορεύω) ὁ λέγων τὴν ἀλήθειαν, Ὀρφ. Ἀργ. 4. 1183.
Greek Monolingual
ἐτυμηγόρος, -ον (Α)
αυτὸς που λέει την αλήθεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έτυμος «αληθινός» + -αγόρος (< αγορεύω), πρβλ. δημ-ηγόρος
το η λόγω της συνθέσεως].