ὀκνηρία: Difference between revisions

From LSJ

Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt

Menander, Monostichoi, 541
(6_9)
(28)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀκνηρία''': ἡ, = [[ὄκνος]]. Γλωσσ.· ὡς καὶ νῦν, Ἑβδ. (Ἐκκλ. Ι΄, 18), [[συχν]]. παρ’ Ἐφραὶμ τῷ Σύρῳ.
|lstext='''ὀκνηρία''': ἡ, = [[ὄκνος]]. Γλωσσ.· ὡς καὶ νῦν, Ἑβδ. (Ἐκκλ. Ι΄, 18), [[συχν]]. παρ’ Ἐφραὶμ τῷ Σύρῳ.
}}
{{grml
|mltxt=η (Α [[ὀκνηρία]]) [[οκνηρός]]<br />[[τάση]] για [[αποφυγή]] εργασίας και [[κάθε]] δραστηριότητας, [[νωθρότητα]], [[τεμπελιά]] («ἀπεῑχε πάσης ἐργασίας ζῶν ἐν ὀκνηρίᾳ καὶ ἀργίᾳ»).
}}
}}

Revision as of 12:07, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀκνηρία Medium diacritics: ὀκνηρία Low diacritics: οκνηρία Capitals: ΟΚΝΗΡΙΑ
Transliteration A: oknēría Transliteration B: oknēria Transliteration C: okniria Beta Code: o)knhri/a

English (LSJ)

ἡ,

   A = ὄκνος, LXXEc.10.18, PMasp.158.15(vi A. D.), Gloss.

German (Pape)

[Seite 316] ἡ, = ὄκνος, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὀκνηρία: ἡ, = ὄκνος. Γλωσσ.· ὡς καὶ νῦν, Ἑβδ. (Ἐκκλ. Ι΄, 18), συχν. παρ’ Ἐφραὶμ τῷ Σύρῳ.

Greek Monolingual

η (Α ὀκνηρία) οκνηρός
τάση για αποφυγή εργασίας και κάθε δραστηριότητας, νωθρότητα, τεμπελιά («ἀπεῑχε πάσης ἐργασίας ζῶν ἐν ὀκνηρίᾳ καὶ ἀργίᾳ»).