προτυπόω: Difference between revisions

From LSJ

λίγεια μινύρεται θαμίζουσα μάλιστ' ἀηδών → the sweet-voiced nightingale mourns constantly, the sweet-voiced nightingale most loves to warble

Source
(6_3)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προτῠπόω''': [[σχηματίζω]], μορφώνω ἐκ τῶν προτέρων, τὸ [[ἦθος]] Κλήμ. Ἀλ. 366 ― Μέσ., [[σχηματίζω]] δι’ ἐμαυτόν, Ἡλιόδ. 9. 25· [[εἰκονίζω]] εἰς ἐμαυτόν, [[συλλαμβάνω]] ἐν τῷ νῷ, ἐπινοῶ, Λουκ. Παράσ. 40. ΙΙ. ἀμετάβ., εἶμαι [[πρότυπον]], Ἀνθ. Π. 1. 59.
|lstext='''προτῠπόω''': [[σχηματίζω]], μορφώνω ἐκ τῶν προτέρων, τὸ [[ἦθος]] Κλήμ. Ἀλ. 366 ― Μέσ., [[σχηματίζω]] δι’ ἐμαυτόν, Ἡλιόδ. 9. 25· [[εἰκονίζω]] εἰς ἐμαυτόν, [[συλλαμβάνω]] ἐν τῷ νῷ, ἐπινοῶ, Λουκ. Παράσ. 40. ΙΙ. ἀμετάβ., εἶμαι [[πρότυπον]], Ἀνθ. Π. 1. 59.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> modeler <i>ou</i> former auparavant;<br /><b>2</b> représenter, symboliser;<br /><i><b>Moy.</b></i> προτυπόομαι-οῦμαι se représenter un modèle de, se figurer, acc. ; avec l’inf..<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[τυπόω]].
}}
}}

Revision as of 20:07, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προτῠπόω Medium diacritics: προτυπόω Low diacritics: προτυπόω Capitals: ΠΡΟΤΥΠΟΩ
Transliteration A: protypóō Transliteration B: protypoō Transliteration C: protypoo Beta Code: protupo/w

English (LSJ)

   A form or mould beforehand, θεὸς π. τὸν γενικὸν ἄνθρωπον Ph.1.69, cf. Gal.5.418:—Med., form for oneself, Hld.9.25; figure to oneself, conceive, Luc.Par.40:—Pass., ἐς ἀρετὴν π. Phld.Mus.p.77 K.; οὕτως τῆς τάξεως -τετυπωμένης ἵνα . . OGI458.15 (i B.C.).

German (Pape)

[Seite 794] vorher abbilden, eine Vorstellung von etwas Zukünftigem geben, u. med. sich Etwas vorstellen; προτυπωσώμεθα παρ' ἡμῖν αὐτοῖς, worauf acc. c. inf. folgt, Luc. Parasit. 40; ψυ χῆς τὰ μέλλοντα εἴδωλα προτυπουμένης, Heliod. 9, 25.

Greek (Liddell-Scott)

προτῠπόω: σχηματίζω, μορφώνω ἐκ τῶν προτέρων, τὸ ἦθος Κλήμ. Ἀλ. 366 ― Μέσ., σχηματίζω δι’ ἐμαυτόν, Ἡλιόδ. 9. 25· εἰκονίζω εἰς ἐμαυτόν, συλλαμβάνω ἐν τῷ νῷ, ἐπινοῶ, Λουκ. Παράσ. 40. ΙΙ. ἀμετάβ., εἶμαι πρότυπον, Ἀνθ. Π. 1. 59.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 modeler ou former auparavant;
2 représenter, symboliser;
Moy. προτυπόομαι-οῦμαι se représenter un modèle de, se figurer, acc. ; avec l’inf..
Étymologie: πρό, τυπόω.