δίπλεθρος: Difference between revisions
From LSJ
Λιμὴν ἀτυχίας ἐστὶν ἀνθρώποις τέχνη → Ars est hominibus portus infortunii → Vor Unglück bietet Menschen Zuflucht Kunstverstand
(6_16) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δίπλεθρος''': -ον, δύο πλέθρα, μακρὸς ἢ [[εὐρύς]], Θεόπομπ. Ἱστ. Ἀποσπ. 6, Λουκ. Ἀλ. Ἱστ. 1. 16· - δίπλεθρον, τό, [[διάστημα]] δύο πλέθρων, Πολύβ. 34. 12, 5. | |lstext='''δίπλεθρος''': -ον, δύο πλέθρα, μακρὸς ἢ [[εὐρύς]], Θεόπομπ. Ἱστ. Ἀποσπ. 6, Λουκ. Ἀλ. Ἱστ. 1. 16· - δίπλεθρον, τό, [[διάστημα]] δύο πλέθρων, Πολύβ. 34. 12, 5. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />de deux plèthres, de deux arpents.<br />'''Étymologie:''' [[δίς]], [[πλέθρον]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:52, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A two πλέθρα long or broad, Theopomp.Hist.350, Luc.VH1.16. 2 Subst. δίπλεθρον, τό, space of two πλέθρα, Plb.34.12.4.
German (Pape)
[Seite 640] zwei Plethren groß; Xen. An. 4, 3, 1, Luc. V. H. 1, 16; τὸ δίπλεθρον, = διπλεθρία, Pol. 34, 12, 5.
Greek (Liddell-Scott)
δίπλεθρος: -ον, δύο πλέθρα, μακρὸς ἢ εὐρύς, Θεόπομπ. Ἱστ. Ἀποσπ. 6, Λουκ. Ἀλ. Ἱστ. 1. 16· - δίπλεθρον, τό, διάστημα δύο πλέθρων, Πολύβ. 34. 12, 5.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
de deux plèthres, de deux arpents.
Étymologie: δίς, πλέθρον.