οὐδών: Difference between revisions
From LSJ
Τὸ μανθάνειν δ' ἥδιστον εὖ λέγοντος, εἰ κέρδος λέγοι → It is the sweetest thing to learn from one speaking well, if they speak profitably
(6_22) |
(29) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''οὐδών''': -ῶνος, ὁ [[εἶδος]] ποδείων ἐκ πίλου, Λατιν. udo, [[Πολυδ]]. Ι´, 50. | |lstext='''οὐδών''': -ῶνος, ὁ [[εἶδος]] ποδείων ἐκ πίλου, Λατιν. udo, [[Πολυδ]]. Ι´, 50. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[οὐδών]], -ῶνος, ὁ (Α)<br /><b>στον πληθ.</b> <i>οἱ οὐδῶνες</i><br />[[είδος]] εμβάδων, δηλ. παντοφλών («ἐπὶ τῶν ὀνομαζομένων οὐδώνων πίλους τριμίτους ἔξεστιν εἰπεῑν», <b>[[Πολυδ]].</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για δάνεια λ., μικρασιατικής προέλευσης (<b>πρβλ.</b> και λατ. <i>ū</i><i>do</i>, -<i>ō</i><i>nis</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:11, 29 September 2017
English (LSJ)
ῶνος, ὁ, a kind of
A felt shoe, Poll.10.50: Dim. οὐδετερ-ώνιον Edict.Diocl. in IG5(1).1406.24 (Asine):—also οὐδωνάριον, Charis.1.552 K., Gloss.
German (Pape)
[Seite 411] ῶνος, ὁ, das lat. udo, eine Art Filz- oder Pelzschuh, Poll. 10, 50.
Greek (Liddell-Scott)
οὐδών: -ῶνος, ὁ εἶδος ποδείων ἐκ πίλου, Λατιν. udo, Πολυδ. Ι´, 50.
Greek Monolingual
οὐδών, -ῶνος, ὁ (Α)
στον πληθ. οἱ οὐδῶνες
είδος εμβάδων, δηλ. παντοφλών («ἐπὶ τῶν ὀνομαζομένων οὐδώνων πίλους τριμίτους ἔξεστιν εἰπεῑν», Πολυδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για δάνεια λ., μικρασιατικής προέλευσης (πρβλ. και λατ. ūdo, -ōnis)].