κατατεθαρρηκότως: Difference between revisions
From LSJ
(6_6) |
(19) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κατατεθαρρηκότως''': Ἐπίρρ. μετοχ. ἐνεργ. πρκμ. τοῦ καταθαρρέω, [[μετὰ]] θάρρους [[πεποιθότως]], τολμηρῶς, κ. ὁρμᾶν Πολύβ. 2. 23, 4· κ. ῥᾳθύμως ἀνατρέφεσθαι 1. 86, 5· ὁ Πλούταρχ. συνάπει [[ἀνειμένως]] και κ. | |lstext='''κατατεθαρρηκότως''': Ἐπίρρ. μετοχ. ἐνεργ. πρκμ. τοῦ καταθαρρέω, [[μετὰ]] θάρρους [[πεποιθότως]], τολμηρῶς, κ. ὁρμᾶν Πολύβ. 2. 23, 4· κ. ῥᾳθύμως ἀνατρέφεσθαι 1. 86, 5· ὁ Πλούταρχ. συνάπει [[ἀνειμένως]] και κ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κατατεθαρρηκότως]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> με πολύ [[θάρρος]], με [[τόλμη]], [[ευθαρσώς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατατεθαρρηκώς</i>, μτχ. παρακμ. του ρ. [[καταθαρρώ]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:39, 29 September 2017
English (LSJ)
Adv. pf. part. Act. of καταθαρρέω,
A boldly, confidently, Plb.1.86.5, Plu.Ant.27.
Greek (Liddell-Scott)
κατατεθαρρηκότως: Ἐπίρρ. μετοχ. ἐνεργ. πρκμ. τοῦ καταθαρρέω, μετὰ θάρρους πεποιθότως, τολμηρῶς, κ. ὁρμᾶν Πολύβ. 2. 23, 4· κ. ῥᾳθύμως ἀνατρέφεσθαι 1. 86, 5· ὁ Πλούταρχ. συνάπει ἀνειμένως και κ.
Greek Monolingual
κατατεθαρρηκότως (Α)
επίρρ. με πολύ θάρρος, με τόλμη, ευθαρσώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατατεθαρρηκώς, μτχ. παρακμ. του ρ. καταθαρρώ].