πεσσικός: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
(6_5) |
(32) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πεσσικός''': Ἀττ. πεττ-, ή, όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸ [[παιγνίδιον]] τῶν πεσσῶν, Ἀπίων παρ’ Εὐστ. 1397. 3· ἡ πεσσική, [[Πολυδ]]. Ζ΄, 210. | |lstext='''πεσσικός''': Ἀττ. πεττ-, ή, όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸ [[παιγνίδιον]] τῶν πεσσῶν, Ἀπίων παρ’ Εὐστ. 1397. 3· ἡ πεσσική, [[Πολυδ]]. Ζ΄, 210. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και [[πεττικός]], -ή, -όν, Α [[πεσσός]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[σχέση]] με το [[παιχνίδι]] τών πεσσών<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ πεττική</i><br />το [[παιχνίδι]] τών πεσσών. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:04, 29 September 2017
English (LSJ)
Att. πεττ-, ή, όν,
A of or for draught-playing, Apion ap.Eust.1397.3 ; πεττική (sc. τέχνη) v.l. in Poll.7.210.
German (Pape)
[Seite 603] zum Brettspiel gehörig, Eust.
Greek (Liddell-Scott)
πεσσικός: Ἀττ. πεττ-, ή, όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸ παιγνίδιον τῶν πεσσῶν, Ἀπίων παρ’ Εὐστ. 1397. 3· ἡ πεσσική, Πολυδ. Ζ΄, 210.
Greek Monolingual
και πεττικός, -ή, -όν, Α πεσσός
1. αυτός που έχει σχέση με το παιχνίδι τών πεσσών
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ πεττική
το παιχνίδι τών πεσσών.