Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

λεπτόφλοιος: Difference between revisions

From LSJ

Νοεῖν γάρ ἐστι κρεῖττον καὶ σιγὴν ἔχειν → Bene iudicare maius est silentio → Klar denken ist ja besser und verschwiegen sein

Menander, Monostichoi, 370
(6_17)
(23)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λεπτόφλοιος''': -ον, ἔχων [[λεπτὸν]] φλοιόν, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 5, 2, κτλ.
|lstext='''λεπτόφλοιος''': -ον, ἔχων [[λεπτὸν]] φλοιόν, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 5, 2, κτλ.
}}
{{grml
|mltxt=-ο (Α [[λεπτόφλοιος]], -ον)<br />αυτός που έχει [[λεπτό]] φλοιό, [[λεπτόφλουδος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λεπτ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[φλοιός]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>λειό</i>-<i>φλοιος</i>, <i>ρηξί</i>-<i>φλοιος</i>)].
}}
}}

Revision as of 06:43, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεπτόφλοιος Medium diacritics: λεπτόφλοιος Low diacritics: λεπτόφλοιος Capitals: ΛΕΠΤΟΦΛΟΙΟΣ
Transliteration A: leptóphloios Transliteration B: leptophloios Transliteration C: leptofloios Beta Code: lepto/floios

English (LSJ)

ον,

   A with thin bark, Thphr.HP1.5.2, etc.

German (Pape)

[Seite 31] mit dünner, feiner Rinde, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

λεπτόφλοιος: -ον, ἔχων λεπτὸν φλοιόν, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 5, 2, κτλ.

Greek Monolingual

-ο (Α λεπτόφλοιος, -ον)
αυτός που έχει λεπτό φλοιό, λεπτόφλουδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο)- + φλοιός (πρβλ. λειό-φλοιος, ρηξί-φλοιος)].