λεπτόφλοιος
From LSJ
English (LSJ)
λεπτόφλοιον, with thin bark, Thphr. HP 1.5.2, etc.
German (Pape)
[Seite 31] mit dünner, feiner Rinde, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
λεπτόφλοιος: -ον, ἔχων λεπτὸν φλοιόν, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 5, 2, κτλ.
Greek Monolingual
-ο (Α λεπτόφλοιος, -ον)
αυτός που έχει λεπτό φλοιό, λεπτόφλουδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο)- + φλοιός (πρβλ. λειόφλοιος, ρηξίφλοιος)].