λημνίσκος: Difference between revisions

From LSJ

Μεταλαμβάνει ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ (Ὄνομα) Σῶμα καὶ Αἷμα Χριστοῦ, εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καὶ ζωὴν αἰώνιον. Ἀμήν. → The servant of God (Name) partakes of the Body and Blood of Christ for the remission of sins and life eternal.

Source
(6_14)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λημνίσκος''': ὁ, ([[λῆνος]]) ἐξ ἐρίου στενὴ [[ταινία]], Λατ. taenia, infula, δι’ ἧς ἀνεδεῖτο ἡ [[κόμη]], Πολύβ. 18. 29, 12, Πλουτ. Σύλλ. 27, Ἀνθ. Π. 12. 123· - [[βρόχος]] πρὸς σύλληψιν πτηνῶν, Ἀθήν. 220C· χειρουργικὸς [[ἐπίδεσμος]], Ἡράκλ. παρὰ Γαλην.
|lstext='''λημνίσκος''': ὁ, ([[λῆνος]]) ἐξ ἐρίου στενὴ [[ταινία]], Λατ. taenia, infula, δι’ ἧς ἀνεδεῖτο ἡ [[κόμη]], Πολύβ. 18. 29, 12, Πλουτ. Σύλλ. 27, Ἀνθ. Π. 12. 123· - [[βρόχος]] πρὸς σύλληψιν πτηνῶν, Ἀθήν. 220C· χειρουργικὸς [[ἐπίδεσμος]], Ἡράκλ. παρὰ Γαλην.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />bandelette, ruban.<br />'''Étymologie:''' DELG [[Λῆμνος]].
}}
}}

Revision as of 20:02, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λημνίσκος Medium diacritics: λημνίσκος Low diacritics: λημνίσκος Capitals: ΛΗΜΝΙΣΚΟΣ
Transliteration A: lēmnískos Transliteration B: lēmniskos Transliteration C: limniskos Beta Code: lhmni/skos

English (LSJ)

ὁ,

   A woollen fillet or ribbon, by which chaplets were fastened, IG22.1297.11 (iii B.C.), al., Plb.18.46.12, Posidon.9 J., Plu. Sull.27, AP12.123; of ribbons attached to bird's feet, Callix.2; surgical bandage, Mnesith. ap. Orib.inc.15.16; pledget, Heliod. ap. Orib. 50.49.1, Gal.19.97, etc.

German (Pape)

[Seite 39] ὁ (vgl. λῆνος), wollenes Band, Verband; στεφάνους ἐπιῤῥίπτοντες καὶ λημνίσκους Pol. 18, 29, 12; Plut. Syll. 27; Ep. ad. 26 (XII, 123). – Schlingen zum Vogelfange, Ath. V, 220 c.

Greek (Liddell-Scott)

λημνίσκος: ὁ, (λῆνος) ἐξ ἐρίου στενὴ ταινία, Λατ. taenia, infula, δι’ ἧς ἀνεδεῖτο ἡ κόμη, Πολύβ. 18. 29, 12, Πλουτ. Σύλλ. 27, Ἀνθ. Π. 12. 123· - βρόχος πρὸς σύλληψιν πτηνῶν, Ἀθήν. 220C· χειρουργικὸς ἐπίδεσμος, Ἡράκλ. παρὰ Γαλην.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
bandelette, ruban.
Étymologie: DELG Λῆμνος.