ἀγχιτέρμων: Difference between revisions
From LSJ
λύχνον μεθ' ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων ἄνθρωπον ζητῶ → he lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, I am looking for a man
(6_16) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀγχιτέρμων''': -ον, γεν. ονος, ([[τέρμα]]) ὁ παρὰ τὰ σύνορα, [[γείτων]], Σοφ. Ἀποσπ. 349· τινί, Εὐρ. Ρῆσ. 426· τινός, Λυκόφρ. 113Ο: ― [[ἰδίᾳ]] ποιητ. λ. (καὶ κατὰ [[Πολυδ]]. 6. 113, διθυραμβική), ἀλλὰ καὶ παρὰ Ξενοφ. Ἱέρ. 10. 7. | |lstext='''ἀγχιτέρμων''': -ον, γεν. ονος, ([[τέρμα]]) ὁ παρὰ τὰ σύνορα, [[γείτων]], Σοφ. Ἀποσπ. 349· τινί, Εὐρ. Ρῆσ. 426· τινός, Λυκόφρ. 113Ο: ― [[ἰδίᾳ]] ποιητ. λ. (καὶ κατὰ [[Πολυδ]]. 6. 113, διθυραμβική), ἀλλὰ καὶ παρὰ Ξενοφ. Ἱέρ. 10. 7. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ων, ον, <i>gén.</i> ονος;<br />limitrophe, voisin de.<br />'''Étymologie:''' [[ἄγχι]], [[τέρμα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:27, 9 August 2017
English (LSJ)
ον, gen. ονος, (τέρμα)
A near the border, neighbouring, S.Fr.384, E.Rh.426; τινός Theodect.17, Lyc.1130.—Poet. (Dithyrambic acc. to Poll.6.113) and in X.Hier.10.7.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγχιτέρμων: -ον, γεν. ονος, (τέρμα) ὁ παρὰ τὰ σύνορα, γείτων, Σοφ. Ἀποσπ. 349· τινί, Εὐρ. Ρῆσ. 426· τινός, Λυκόφρ. 113Ο: ― ἰδίᾳ ποιητ. λ. (καὶ κατὰ Πολυδ. 6. 113, διθυραμβική), ἀλλὰ καὶ παρὰ Ξενοφ. Ἱέρ. 10. 7.
French (Bailly abrégé)
ων, ον, gén. ονος;
limitrophe, voisin de.
Étymologie: ἄγχι, τέρμα.