οἰκοδίαιτος: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu

Menander, Monostichoi, 198
(6_17)
(28)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''οἰκοδίαιτος''': -ον, ὁ ἐν τῇ οἰκίᾳ διαιτώμενος, τρεφόμενος, ἀλεκτρυόνες Γαλην. τ. 13, σ. 931F.
|lstext='''οἰκοδίαιτος''': -ον, ὁ ἐν τῇ οἰκίᾳ διαιτώμενος, τρεφόμενος, ἀλεκτρυόνες Γαλην. τ. 13, σ. 931F.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[οἰκοδίαιτος]], -ον)<br />αυτός που τρέφεται στο [[σπίτι]], [[κατοικίδιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἶκος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δίαιτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δίαιτα]]), <b>πρβλ.</b> <i>αγρο</i>-<i>δίαιτος</i>, <i>ραβδο</i>-<i>δίαιτος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:07, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰκοδίαιτος Medium diacritics: οἰκοδίαιτος Low diacritics: οικοδίαιτος Capitals: ΟΙΚΟΔΙΑΙΤΟΣ
Transliteration A: oikodíaitos Transliteration B: oikodiaitos Transliteration C: oikodiaitos Beta Code: oi)kodi/aitos

English (LSJ)

[ῐ], ον,

   A living in the house, ἀλεκτρυόνες Gal.14.215.

Greek (Liddell-Scott)

οἰκοδίαιτος: -ον, ὁ ἐν τῇ οἰκίᾳ διαιτώμενος, τρεφόμενος, ἀλεκτρυόνες Γαλην. τ. 13, σ. 931F.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α οἰκοδίαιτος, -ον)
αυτός που τρέφεται στο σπίτι, κατοικίδιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + -δίαιτος (< δίαιτα), πρβλ. αγρο-δίαιτος, ραβδο-δίαιτος].