κυπειρίζω: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
(6_13a) |
(22) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κῠπειρίζω''': μέλλ. -ίσω, εἶμαι [[ὅμοιος]] κυπείρῳ ἢ [[μυρίζω]] ὡς [[κύπειρος]], Διοσκ. 1. 6. | |lstext='''κῠπειρίζω''': μέλλ. -ίσω, εἶμαι [[ὅμοιος]] κυπείρῳ ἢ [[μυρίζω]] ὡς [[κύπειρος]], Διοσκ. 1. 6. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κυπειρίζω]], ιων. τ. [[κυπερίζω]] (Α) [[κύπειρον]]<br />[[αναδίδω]] [[οσμή]] κύπερης («[[νάρδος]] κυπειρίζουσα κατὰ τὴν εὐωδίαν», <b>Διοσκ.</b>). | |||
}} | }} |
Latest revision as of 07:26, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 1534] dem κύπειρος ähnlich sein, κατὰ τὴν εὐωδίαν, so riechen wie κύπειρος, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
κῠπειρίζω: μέλλ. -ίσω, εἶμαι ὅμοιος κυπείρῳ ἢ μυρίζω ὡς κύπειρος, Διοσκ. 1. 6.
Greek Monolingual
κυπειρίζω, ιων. τ. κυπερίζω (Α) κύπειρον
αναδίδω οσμή κύπερης («νάρδος κυπειρίζουσα κατὰ τὴν εὐωδίαν», Διοσκ.).