ἐχεγλωττία: Difference between revisions

From LSJ

Βούλου γονεῖς πρώτιστον ἐν τιμαῖς ἔχειν → Tibi sunt parentes primo honorandi loco → Erweise deinen Eltern an erster Stelle Ehr

Menander, Monostichoi, 72
(6_10)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐχεγλωττία''': ἡ, ἀνοκωχή γλώσσης, [[σιγή]], [[σιωπή]], [[λέξις]] χαλκευθεῖσα ὑπὸ τοῦ Λουκιανοῦ ἐν Λεξιφ. 9, κατὰ τὸ [[ἐκεχειρία]] (διακοπὴ πολεμικῶν ἐργασιῶν).
|lstext='''ἐχεγλωττία''': ἡ, ἀνοκωχή γλώσσης, [[σιγή]], [[σιωπή]], [[λέξις]] χαλκευθεῖσα ὑπὸ τοῦ Λουκιανοῦ ἐν Λεξιφ. 9, κατὰ τὸ [[ἐκεχειρία]] (διακοπὴ πολεμικῶν ἐργασιῶν).
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />discrétion, silence.<br />'''Étymologie:''' [[ἔχω]], [[γλῶσσα]].
}}
}}

Revision as of 19:34, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐχεγλωττία Medium diacritics: ἐχεγλωττία Low diacritics: εχεγλωττία Capitals: ΕΧΕΓΛΩΤΤΙΑ
Transliteration A: echeglōttía Transliteration B: echeglōttia Transliteration C: echeglottia Beta Code: e)xeglwtti/a

English (LSJ)

ἡ,

   A tongue-truce, 'linguistice', coined by Luc.Lex.9, after ἐκεχειρία (armistice).

German (Pape)

[Seite 1124] ἡ, Zungenstillstand, nach ἐκεχειρία von Luc. Lexiph. 9 gebildet.

Greek (Liddell-Scott)

ἐχεγλωττία: ἡ, ἀνοκωχή γλώσσης, σιγή, σιωπή, λέξις χαλκευθεῖσα ὑπὸ τοῦ Λουκιανοῦ ἐν Λεξιφ. 9, κατὰ τὸ ἐκεχειρία (διακοπὴ πολεμικῶν ἐργασιῶν).

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
discrétion, silence.
Étymologie: ἔχω, γλῶσσα.