δίψος: Difference between revisions
Νόσον δὲ κρεῖττόν ἐστιν ἢ λύπην φέρειν → Morbum quam tristitatem exantles facilius → Es lässt sich leichter krank sein als betrübt
(6_8) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δίψος''': -εως, τό, = [[δίψα]], Θουκ. 4. 35, Ξεν. Κύρ. 8. 1, 36, Πλάτ. Πολ. 437, κτλ.· [[ὡσαύτως]] ὡς διαφ. γραφ. ἀντὶ [[δίψα]] παρ’ Αἰσχύλ., Ἀριστοφ., κτλ.· ― [[δίψα]] φαίνεται νὰ εἶνε ὁ παλαιότερος Ἀττ. [[τύπος]]· ἴδε W. Dind. ἐν τῷ Θησαυρῷ τοῦ Στεφάνου. | |lstext='''δίψος''': -εως, τό, = [[δίψα]], Θουκ. 4. 35, Ξεν. Κύρ. 8. 1, 36, Πλάτ. Πολ. 437, κτλ.· [[ὡσαύτως]] ὡς διαφ. γραφ. ἀντὶ [[δίψα]] παρ’ Αἰσχύλ., Ἀριστοφ., κτλ.· ― [[δίψα]] φαίνεται νὰ εἶνε ὁ παλαιότερος Ἀττ. [[τύπος]]· ἴδε W. Dind. ἐν τῷ Θησαυρῷ τοῦ Στεφάνου. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>ion.</i> -εος, <i>att.</i> -ους (τό) :<br /><i>c.</i> [[δίψα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:45, 9 August 2017
English (LSJ)
εος, τό,
A = δίψα, Th.7.87 codd., X.Cyr.8.1.36, Pl.Phd.94b, Nic.Th.774, Luc.Hist.Conscr.28, etc., v. l. for δίψα in Ar.Eq.534, Th. 4.35. (Sch.Il.19.166 calls δίψος Attic, δίψα Ionic; both forms in LXX, cf. Wi.11.4,8; δίψος 2 Ep.Cor.11.27.)
German (Pape)
[Seite 648] τό, nach Schol. Il. 19, 166 att. = δίψα, als v. l. bei Aesch. Pers. 476. 483, wie Ar. Equ. 431; Thuc. 4, 35; Xen. Cyr. 8, 1, 12. Bei Plat. eben so oft als δίψα. – Seltener bei Sp., wie Luc. conscr. hist. 28.
Greek (Liddell-Scott)
δίψος: -εως, τό, = δίψα, Θουκ. 4. 35, Ξεν. Κύρ. 8. 1, 36, Πλάτ. Πολ. 437, κτλ.· ὡσαύτως ὡς διαφ. γραφ. ἀντὶ δίψα παρ’ Αἰσχύλ., Ἀριστοφ., κτλ.· ― δίψα φαίνεται νὰ εἶνε ὁ παλαιότερος Ἀττ. τύπος· ἴδε W. Dind. ἐν τῷ Θησαυρῷ τοῦ Στεφάνου.
French (Bailly abrégé)
ion. -εος, att. -ους (τό) :
c. δίψα.