ἐψιμυθισμένως: Difference between revisions
From LSJ
χρώμεθα γὰρ πολιτείᾳ οὐ ζηλούσῃ τοὺς τῶν πέλας νόμους → we live under a form of government which does not emulate the institutions of our neighbours
(6_6) |
(15) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐψιμῠθισμένως''': Ἐπίρρ. μετοχ. Παθ. πρκμ. τοῦ [[ψιμυθίζω]], [[μετὰ]] ψιμυθίου «κομμωτικῶς καὶ [[ἐψιμυθισμένως]] ἔχει, καὶ οὐ τὴν κατὰ φύσιν χροιάν, ἀλλὰ νόθον καὶ ξένην» Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 1064, πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ: καπηλικῶς ἔχει. | |lstext='''ἐψιμῠθισμένως''': Ἐπίρρ. μετοχ. Παθ. πρκμ. τοῦ [[ψιμυθίζω]], [[μετὰ]] ψιμυθίου «κομμωτικῶς καὶ [[ἐψιμυθισμένως]] ἔχει, καὶ οὐ τὴν κατὰ φύσιν χροιάν, ἀλλὰ νόθον καὶ ξένην» Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 1064, πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ: καπηλικῶς ἔχει. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐψιμυθισμένως]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> με [[ψιμύθιο]], φκιασιδωμένα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>εψιμυθισμένος</i>, μτχ. παθ. παρακμ. του ρ. <i>ψιμυθίζομαι</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:15, 29 September 2017
English (LSJ)
Adv. pf. part. Pass., (ψιμυθίζω)
A with paint or cosmetics, Sch.Ar.Pl.1064.
Greek (Liddell-Scott)
ἐψιμῠθισμένως: Ἐπίρρ. μετοχ. Παθ. πρκμ. τοῦ ψιμυθίζω, μετὰ ψιμυθίου «κομμωτικῶς καὶ ἐψιμυθισμένως ἔχει, καὶ οὐ τὴν κατὰ φύσιν χροιάν, ἀλλὰ νόθον καὶ ξένην» Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 1064, πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ: καπηλικῶς ἔχει.
Greek Monolingual
ἐψιμυθισμένως (Α)
επίρρ. με ψιμύθιο, φκιασιδωμένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εψιμυθισμένος, μτχ. παθ. παρακμ. του ρ. ψιμυθίζομαι].