κατερειπόω: Difference between revisions
From LSJ
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
(6_22) |
(2b) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κατερειπόω''': τῷ ἑπομ., ἑάλω ἡ [[πόλις]] καὶ κατηρειπώθη Διόδ. ἐν Φωτίου Βιβλιοθ. 625 Hoesch˙ τοῦ κατηρειπωμένου Ἡλιόδ. 9. 5. | |lstext='''κατερειπόω''': τῷ ἑπομ., ἑάλω ἡ [[πόλις]] καὶ κατηρειπώθη Διόδ. ἐν Φωτίου Βιβλιοθ. 625 Hoesch˙ τοῦ κατηρειπωμένου Ἡλιόδ. 9. 5. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κατερειπόω:''' Diod. = [[κατερείπω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:44, 31 December 2018
English (LSJ)
= sq., in pf. part. Pass., D.S.32.14, Hld.9.5, Porph. Plot.12, Gloss.
German (Pape)
[Seite 1397] = Folgdm; D. Sic. bei Phot. bibl. p. 383, 16; Heliod. 9, 5.
Greek (Liddell-Scott)
κατερειπόω: τῷ ἑπομ., ἑάλω ἡ πόλις καὶ κατηρειπώθη Διόδ. ἐν Φωτίου Βιβλιοθ. 625 Hoesch˙ τοῦ κατηρειπωμένου Ἡλιόδ. 9. 5.
Russian (Dvoretsky)
κατερειπόω: Diod. = κατερείπω.