σπίγγος: Difference between revisions
From LSJ
Ἰσχυρὸν ὄχλος ἐστίν, οὐκ ἔχει δὲ νοῦν → Plebs nempe res est valida, sed mentis carens → Des Volkes Masse hat zwar Macht, doch fehlt Vernunft
(6_14) |
(38) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σπίγγος''': ὁ, [[σπίνος]], «[[ἰχθὺς]]» Ἡσύχ. | |lstext='''σπίγγος''': ὁ, [[σπίνος]], «[[ἰχθὺς]]» Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, ΝΑ<br />ο [[σπίνος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ἰχθύς]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικός τ. που συνδέεται με τους τ. [[σπίζω]], [[σπίνος]] (για ετυμολ. <b>βλ. λ.</b> [[σπίζω]]). Για τη [[χρήση]] του ίδιου τ. ως ονόματος ψαριού και πτηνού <b>πρβλ.</b> [[σπίνα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:31, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,
A = σπίνος 1, Hsch.; also a fish, Id. σπιγνόν· μικρόν, βραχύ, Id.
German (Pape)
[Seite 921] ὁ, = σπίνος, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
σπίγγος: ὁ, σπίνος, «ἰχθὺς» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ
ο σπίνος
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) «ἰχθύς».
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. που συνδέεται με τους τ. σπίζω, σπίνος (για ετυμολ. βλ. λ. σπίζω). Για τη χρήση του ίδιου τ. ως ονόματος ψαριού και πτηνού πρβλ. σπίνα.