ὑπόξηρος: Difference between revisions
From LSJ
ὃ γὰρ βούλεται, τοῦθ' ἕκαστος καὶ οἴεται → what he wishes to be true, each person also believes to be true | what he wishes, each person also believes
(6_18) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑπόξηρος''': -ον, ὀλίγον τι [[ξηρός]], [[πτύσμα]], [[γλῶσσα]] Ἱππ. 176Α, 1216Α· ἐν τοῖς ὑπ., δηλ. τόποις, Πλούτ. 2. 915Ε. 2) ὀλίγον [[ἰσχνός]], [[ξηρός]] πως, ἐπὶ τῶν μερῶν τοῦ σώματος τῶν μὴ κεκαλυμμένων διὰ πολλῶν σαρκῶν, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 837, πρβλ. 759D. | |lstext='''ὑπόξηρος''': -ον, ὀλίγον τι [[ξηρός]], [[πτύσμα]], [[γλῶσσα]] Ἱππ. 176Α, 1216Α· ἐν τοῖς ὑπ., δηλ. τόποις, Πλούτ. 2. 915Ε. 2) ὀλίγον [[ἰσχνός]], [[ξηρός]] πως, ἐπὶ τῶν μερῶν τοῦ σώματος τῶν μὴ κεκαλυμμένων διὰ πολλῶν σαρκῶν, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 837, πρβλ. 759D. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />un peu sec.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[ξηρός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:07, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A somewhat dry, πτύσματα, γλῶσσα, Id.Coac.363, Epid.7.22; ἐν τοῖς ὑ. in dry places, Plu.2.915e. 2 lean, slender, of parts that have not much flesh over them, Hp.Fract.4 vulg. (-ξυρα codd. opt.), v.l. for ὑπόξυροι in Id.Art.77.
German (Pape)
[Seite 1227] etwas trocken, dürre; Medic.; Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπόξηρος: -ον, ὀλίγον τι ξηρός, πτύσμα, γλῶσσα Ἱππ. 176Α, 1216Α· ἐν τοῖς ὑπ., δηλ. τόποις, Πλούτ. 2. 915Ε. 2) ὀλίγον ἰσχνός, ξηρός πως, ἐπὶ τῶν μερῶν τοῦ σώματος τῶν μὴ κεκαλυμμένων διὰ πολλῶν σαρκῶν, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 837, πρβλ. 759D.