βοηθητέον: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
(6_20) |
(big3_9) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''βοηθητέον''': ῥημ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ βοηθήσῃ, Ξεν. Ἑλλ. 6. 5, 10, Δημ. 14. 5. | |lstext='''βοηθητέον''': ῥημ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ βοηθήσῃ, Ξεν. Ἑλλ. 6. 5, 10, Δημ. 14. 5. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=[[hay que socorrer]] c. dat. τοῖς τεθνεῶσι X.<i>HG</i> 6.5.10, cf. D.1.17, ἐπανόρθωσιν ἔχουσι Arist.<i>EN</i> 1165<sup>b</sup>19, τοῖς λυπουμένοις Lib.<i>Or</i>.39.1, tb. en plu. βοηθητέα [[γοῦν]] τῷ ἀνδρί Luc.<i>Lex</i>.20, c. or. final [[βοηθητέον]] ὡς τὸ κενὸν πληρώσῃς Hp.<i>Epid</i>.6.5.6. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:58, 21 August 2017
English (LSJ)
A one must help, X.HG6.5.10, D.1.17, etc. II Adj. -ητέος, α, ον, Jul.Or.7.229a.
Greek (Liddell-Scott)
βοηθητέον: ῥημ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ βοηθήσῃ, Ξεν. Ἑλλ. 6. 5, 10, Δημ. 14. 5.
Spanish (DGE)
hay que socorrer c. dat. τοῖς τεθνεῶσι X.HG 6.5.10, cf. D.1.17, ἐπανόρθωσιν ἔχουσι Arist.EN 1165b19, τοῖς λυπουμένοις Lib.Or.39.1, tb. en plu. βοηθητέα γοῦν τῷ ἀνδρί Luc.Lex.20, c. or. final βοηθητέον ὡς τὸ κενὸν πληρώσῃς Hp.Epid.6.5.6.