ποικιλόθρονος: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ χρὴ φέρειν τὰ πρόσθεν ἐν μνήμῃ κακά → Mala pristina haud oportet ferre in memoria → Du darfst nicht im Gedächtnis tragen früheres Leid

Menander, Monostichoi, 435
(6_18)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ποικῐλόθρονος''': -ον, ὁ καθήμενος ἐπὶ θρόνου πλουσίως πεποικιλμένου, Ἀφροδίτα Σαπφὼ 1˙ ἀλλ’ ὁ Wustmaun ἐν τῷ Rhein. Mus. 23, 238, εὑρίσκει ἐν τῷ -θρονος τὸ Ὁμηρικὸν θρόνα, «κεντήματα».
|lstext='''ποικῐλόθρονος''': -ον, ὁ καθήμενος ἐπὶ θρόνου πλουσίως πεποικιλμένου, Ἀφροδίτα Σαπφὼ 1˙ ἀλλ’ ὁ Wustmaun ἐν τῷ Rhein. Mus. 23, 238, εὑρίσκει ἐν τῷ -θρονος τὸ Ὁμηρικὸν θρόνα, «κεντήματα».
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui siège sur un trône de couleurs variées.<br />'''Étymologie:''' [[ποικίλος]], [[θρόνος]].
}}
}}

Revision as of 19:42, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποικῐλόθρονος Medium diacritics: ποικιλόθρονος Low diacritics: ποικιλόθρονος Capitals: ΠΟΙΚΙΛΟΘΡΟΝΟΣ
Transliteration A: poikilóthronos Transliteration B: poikilothronos Transliteration C: poikilothronos Beta Code: poikilo/qronos

English (LSJ)

ον,

   A on richly-worked throne, Ἀφροδίτα Sapph.1 (v.l. ποικιλόφρον').

German (Pape)

[Seite 650] auf buntem, mannichfach verziertem Sitze thronend, Sappho 1, 1, Ἀφροδίτη.

Greek (Liddell-Scott)

ποικῐλόθρονος: -ον, ὁ καθήμενος ἐπὶ θρόνου πλουσίως πεποικιλμένου, Ἀφροδίτα Σαπφὼ 1˙ ἀλλ’ ὁ Wustmaun ἐν τῷ Rhein. Mus. 23, 238, εὑρίσκει ἐν τῷ -θρονος τὸ Ὁμηρικὸν θρόνα, «κεντήματα».

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui siège sur un trône de couleurs variées.
Étymologie: ποικίλος, θρόνος.