πρόστασις: Difference between revisions

From LSJ

ἐν τυφλῶν πόλεϊ γλαμυρός βασιλεύει → in the land of the blind, the one-eyed man is king

Source
(6_9)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πρόστᾰσις''': ἡ, [[ἐπικράτησις]] ὑγρῶν ἢ χυμῶν, Ἱππ. 1185Α· - ἐν 414. 3, ὁ Foës πρόσθιξις. 2) ἐξωτερικὴ [[μεγαλοπρέπεια]], πομπώδης [[ἐπίδειξις]], [[πομπή]], Πλάτ. Πολ. 577Α. ΙΙ. = [[προστάς]], Συλλ. Ἐπιγρ. 160. 1, 58, 62 κ. ἀλλ.
|lstext='''πρόστᾰσις''': ἡ, [[ἐπικράτησις]] ὑγρῶν ἢ χυμῶν, Ἱππ. 1185Α· - ἐν 414. 3, ὁ Foës πρόσθιξις. 2) ἐξωτερικὴ [[μεγαλοπρέπεια]], πομπώδης [[ἐπίδειξις]], [[πομπή]], Πλάτ. Πολ. 577Α. ΙΙ. = [[προστάς]], Συλλ. Ἐπιγρ. 160. 1, 58, 62 κ. ἀλλ.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> prédominance des humeurs;<br /><b>2</b> insigne du rang, pompe, magnificence.<br />'''Étymologie:''' [[προΐστημι]].
}}
}}

Revision as of 19:29, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόστᾰσις Medium diacritics: πρόστασις Low diacritics: πρόστασις Capitals: ΠΡΟΣΤΑΣΙΣ
Transliteration A: próstasis Transliteration B: prostasis Transliteration C: prostasis Beta Code: pro/stasis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A outward dignity, Pl. R.577a; τοῦ ἱεροῦ Delph.3(4).43.7 (ii B.C.).    II = προστάς 11, IG12.372.58,62, al., SIG245.32 (Delph., iv B.C.), al.    III v. πρόσστασις 1.    IV dub. sens. in BGU432 ii (2).7 (ii A.D.).

German (Pape)

[Seite 781] ἡ, das Vorstehen oder Voranstehen, der Vorzug; auch das äußere Ansehen, das Gepränge; dah. auch der leere, äußere Schein, hinter dem man etwas Anderes verbirgt, ὅςπερ μὴ καθάπερ παῖς ἔξωθεν ὁρῶν ἐκπλήττεται ὑπὸ τῆς τῶν τυραννικῶν προστάσεως, Plat. Rep. IX, 577 a; Hippocr., u. öfter bei Sp. – Nach Didym. bei Harpocr. v. προστασία auch = προστάς, Vorhalle.

Greek (Liddell-Scott)

πρόστᾰσις: ἡ, ἐπικράτησις ὑγρῶν ἢ χυμῶν, Ἱππ. 1185Α· - ἐν 414. 3, ὁ Foës πρόσθιξις. 2) ἐξωτερικὴ μεγαλοπρέπεια, πομπώδης ἐπίδειξις, πομπή, Πλάτ. Πολ. 577Α. ΙΙ. = προστάς, Συλλ. Ἐπιγρ. 160. 1, 58, 62 κ. ἀλλ.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 prédominance des humeurs;
2 insigne du rang, pompe, magnificence.
Étymologie: προΐστημι.