ἐξιδρύω: Difference between revisions

From LSJ

ἐν εἴδει παροιμίας τίθεσθαι → to consider as an example

Source
(6_13a)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐξιδρύω''': μέλλ. -ύσω ῡ, βάλλω τινὰ νὰ καθίσῃ, στῆσόν με κἀξίδρυσον, σταμάτησέ με καὶ [[βάλε]] με νὰ καθίσω, Σοφ. Ο. Κ. 11. - Μέσ., [[τηλοῦ]] γὰρ οἴκων βίοτον ἐξιδρυσάμην, ἀποκατέστην, Εὐρ. Ἀποσπ. 877.
|lstext='''ἐξιδρύω''': μέλλ. -ύσω ῡ, βάλλω τινὰ νὰ καθίσῃ, στῆσόν με κἀξίδρυσον, σταμάτησέ με καὶ [[βάλε]] με νὰ καθίσω, Σοφ. Ο. Κ. 11. - Μέσ., [[τηλοῦ]] γὰρ οἴκων βίοτον ἐξιδρυσάμην, ἀποκατέστην, Εὐρ. Ἀποσπ. 877.
}}
{{bailly
|btext=faire asseoir.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ἱδρύω]].
}}
}}

Revision as of 19:56, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξιδρύω Medium diacritics: ἐξιδρύω Low diacritics: εξιδρύω Capitals: ΕΞΙΔΡΥΩ
Transliteration A: exidrýō Transliteration B: exidryō Transliteration C: eksidryo Beta Code: e)cidru/w

English (LSJ)

fut. -ύσω [ῡ],

   A make to sit down, S.OC11:—Med., βίοτον ἐξιδρυσάμην I have settled, E.Fr.884.

German (Pape)

[Seite 881] niedersetzen u. ausruhen lassen, Soph. O. C. 11. – Med., τηλοῦ γὰρ οἰκῶν βίοτον ἐξιδρυσάμην , habe mich abgesondert niedergelassen, Eur. frg. inc. 134.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξιδρύω: μέλλ. -ύσω ῡ, βάλλω τινὰ νὰ καθίσῃ, στῆσόν με κἀξίδρυσον, σταμάτησέ με καὶ βάλε με νὰ καθίσω, Σοφ. Ο. Κ. 11. - Μέσ., τηλοῦ γὰρ οἴκων βίοτον ἐξιδρυσάμην, ἀποκατέστην, Εὐρ. Ἀποσπ. 877.

French (Bailly abrégé)

faire asseoir.
Étymologie: ἐξ, ἱδρύω.